Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024

Μαρξιστές ή Νεοφιλελεύθεροι : Η ιδεολογική υπόσταση της σύγχρονης αριστεράς



Με την πρόσφατη εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τράμπ για την προεδρεία των ΗΠΑ, το ζήτημα της λεγόμενης woke agenda ήρθε στην επιφάνεια και φαίνεται να αποτελεί βασικό θέμα συζήτησης τόσο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όσο και στα ΜΜΕ. Φορέας της ατζέντας αυτής φαίνεται να είναι η "αριστερά" κατά τους συντηρητικούς πολέμιους της, η οποία στις ΗΠΑ γενικώς ταυτίζεται με το κόμμα των Δημοκρατικών, το οποίο με την σειρά του προσωποποιεί το "σύστημα". Στην Ευρώπη από την άλλη δεν φαίνεται να υπάρχει διαφοροποίηση στην υιοθέτηση της ιδεολογίας αυτής εκ μέρους της δεξιάς και της αριστεράς, εξαιρουμένων κάποιων συντηρητικών, ακροδεξιών και ακροαριστερών σχημάτων. Συνοπτικά, η ατζέντα αυτή, υποστηρίζει τον φεμινισμό, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, των ομοφυλόφιλων και των λοιπών "σεξουαλικών μεινοτήτων" (όπως αρέσκονται να λένε), την μετανάστευση, την παγκοσμιοποίηση, τον άρνηση της ύπαρξης των φυλών και των φύλων, την "ισότητα για όλους" και άλλα. Αυτή η ιδεολογία που φαίνεται να προωθείται εξ άνωθεν, από τις κυβερνητικές ελίτ της Δύσης, τις γραφειοκρατίες των φιλελευθέρων θεσμών (ΝΑΤΟ, ΕΕ, ΟΗΕ) αλλά και από οικονομικούς παράγοντες όπως πολυεθνικές εταιρείες ή "προοδευτικές" προσωπικότητες με "κοινωνικές ανησυχίες" που ανήκουν στο χώρο του μεγάλου κεφαλαίου και του χρηματιστηρίου, πρόκειται στην πραγματικότητα για εκείνο που περιγράφουν οι ιδεολογικοί καθοδηγητές της συντηρητικής δεξιάς ως "Πολιτισμικό Μαρξισμό". Ο όρος αυτός, αν και παλαιότερος, άρχισε να μπαίνει στην μόδα από το 2016 και μετά, και να γίνεται γνωστός από αναλύσεις διαδικτυακών περσόνων του αμερικανικού συντηρητικού χώρου όπως ο Jordan Peterson, ο Charlie Kirk ή ο Ben Shapiro. Λόγω του ιδεολογικού βάλτου στον οποίο έχει περιπέσει τόσο ο χώρος της Τρίτης Θέσης αλλά και ευρύτερα ο λεγόμενος εθνικιστικός, υιοθέτησε με την σειρά του τις αναλύσεις αυτές, που ήρθαν να καλύψουν το κενό που υπήρχε ως απόρροια της έλλειψη συγκροτημένης θεωρίας σχετικά με την ερμηνεία της λειτουργίας του σημερινού συστήματος. Κατά τους τελευταίους, ο "Πολιτιστικός Μαρξισμός" συνδέεται με την Σχολή της Φρανκφούρτης και τους διανοούμενους που την συγκρότησαν. Οι διανοούμενοι αυτοί, φεύγοντας από την Γερμανία και μεταβαίνοντας στις ΗΠΑ, είχαν έναν πολύ συγκεκριμένο στόχο. Οι "μαρξιστές" της Σχολής της Φρανκφούρτης επιδίωκαν να διεισδύσουν στα αμερικανικά πανεπιστήμια, εμπνεόμενοι από τα γραπτά του Αντόνιο Γκράμσι για την πολιτιστική ηγεμονία, ώστε να υπονομεύσουν τις "αξίες της Δύσης", την παραδοσιακή χριστιανική οικογένεια, τον ατομικισμό (παραδόξως θεωρούν πως οι ταυτότητες των σεξουαλικών μειονοτήτων για παράδειγμα αποτελούν "σοσιαλιστικό φαινόμενο", και όχι παράγωγα ατομικισμού), τον καπιταλισμό, την θρησκεία και γενικά την κοινωνία και τον πολιτισμό, με στόχο την επιβολή του κομμουνισμού στις ΗΠΑ. Την ίδια πρόχειρη ανάλυση κάνουν και πολλοί Εθνικοσοσιαλιστές με την διαφορά ότι δεν χρησιμοποιούν την καπιταλιστική ρητορική των αμερικανών συντηρητικών, αλλά υπερτονίζουν την εβραϊκή καταγωγή της πλειοψηφίας των ατόμων που συγκρότησαν την Σχολή. 




Υπάρχει πράγματι κάποιο σχέδιο μεταφοράς του Μαρξισμού από το οικονομικό στο πολιτιστικό ή κοινωνικό κομμάτι ; Για να διαπιστώσουμε αν υφίσταται κάτι τέτοιο πρέπει αρχικά να ερευνήσουμε της αιτίες και τις προσωπικότητες που γέννησαν το ιδεολογικό ρεύμα που σήμερα φαίνεται να κυριαρχεί στην ελίτ, ιδίως αυτής του αγγλοσαξονικού κόσμου (παραδόξως σε κανένα κράτος του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού» δεν εμφανίστηκαν φαινόμενα που μπορούμε να περιγράψουμε ως woke).


Η Σχολή της Φρανκφούρτης και η γενική της φιλοσοφία


Η Σχολή της Φρανκφούρτης αποτελεί έναν «μπαμπούλα» για τον μέσο συντηρητικό σήμερα. Η έλλειψη μελέτης των απόψεων της σχολής, δίνει την ευχέρεια στον εκάστοτε προπαγανδιστή να παρουσιάσει κατά το δοκούν τις απόψεις των διανοητών της και να εξυφάνει το αφήγημα που τον βολεύει. Αν και το άρθρο δεν σκοπεύει να κάνει ανάλυση στην φιλοσοφία του εκάστοτε διανοούμενου της σχολής, είναι απαραίτητο να μιλήσουμε σε γενικούς όρους για αυτήν, ώστε να φτάσουμε στο ζητούμενο, δηλαδή την Νέα Αριστερά. Οι φιλόσοφοι της σχολής που ξεχωρίζουν για τον μετέπειτα ρόλο τους στην διαμόρφωση της Νέας Αριστεράς είναι , ο Theodor Adorno, ο Erich Fromm, ο Βίλχελμ Ράιχ και περισσότερο ακόμη ο Χέρμπερτ Μαρκούζε. 

Οι ιδέες τους διαμορφώθηκαν και επηρεάστηκαν από ένα σύνολο φιλοσοφικών, ψυχαναλυτικών και κοινωνιολογικών απόψεων, που τις εμπλούτισαν με δικές τους προσεγγίσεις απέναντι στα προβλήματα της νεωτερικότητας. O Adorno και ο Markuse επηρεάστηκαν κυρίως από τον Υπαρξισμό, τον G. F. Hegel (διαλεκτική μέθοδος), τον Karl Marx (κριτική στον καπιταλισμό), τον Sigmund Freud (θεωρίες για το ασυνείδητο - ανθρώπινες επιθυμίες, βλ. Έρως και Πολιτισμός του Markuse), τον Max Weber (εξορθολογισμός και γραφειοκρατική εξουσία ως προς την ανθρώπινη ελευθερία) και György Lukàcs (Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του "Δυτικού Μαρξισμού" - Αλλοτρίωση*και Πραγμοποίηση** βλ. Ιστορία και ταξική συνείδηση). Μια αιτία επίσης της ανάπτυξης των ιδεών της Σχολής, υπήρξε και η άνοδος του Φασισμού και του Εθνικοσοσιαλισμού πανευρωπαϊκώς, με αποτέλεσμα οι διανοούμενοι της σχολής να ασχοληθούν με την περιστολή της ατομικής ελευθερίας και την προπαγάνδα σε μαζικό επίπεδο εκ μέρους των καθεστώτων αυτών. Πάνω σε αυτά τα πλαίσια ανέπτυξαν κριτικές εναντίον των αυταρχικών και ολοκληρωτικών καθεστώτων, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της Σοβιετικής Ένωσης.

Ο Αντόρνο και ο Μαρκούζε ανέπτυξαν τις ιδέες τους γύρω από την κοινωνική καταπίεση και τον έλεγχο, εξετάζοντας πώς η εξουσία λειτουργεί σε πολιτισμικό, ιδεολογικό και ψυχολογικό επίπεδο. Ο Αντόρνο μέσω της έννοιας της «βιομηχανίας του πολιτισμού» (culture industry), περιγράφει πώς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και η μαζική ψυχαγωγία χειραγωγούν το κοινό, ενθαρρύνοντας τη συμμόρφωση και αποδυναμώνοντας την κριτική σκέψη: «Η βιομηχανία του πολιτισμού εξαπατά διαρκώς τους καταναλωτές με τις υποσχέσεις της. Η υπόσχεση, στην πραγματικότητα, είναι απατηλή: το μόνο που επιβεβαιώνει είναι ότι ο πραγματικός σκοπός δεν θα επιτευχθεί ποτέ» (Αντόρνο & Χορκχάιμερ, Διαλεκτική του Διαφωτισμού, 1944). Στο ίδιο έργο σημειώνει εύστοχα: «Η βιομηχανία του πολιτισμού δεν προσφέρει απλώς ψυχαγωγία, αλλά διαπαιδαγωγεί και κατευθύνει τις μάζες σε μια απλή και ρηχή σκέψη που ευνοεί την υποταγή και την εξάλειψη της κριτικής ικανότητας» (Αντόρνο & Χορκχάιμερ, Διαλεκτική του Διαφωτισμού, σελ. 95). Αυτή η ψευδαίσθηση ευχαρίστησης και ολοκλήρωσης λειτουργεί ως μέσο ενίσχυσης της κυρίαρχης εξουσίας. 

Το 1950 ο Αντόρνο εκδίδει το βιβλίο «Η Αυταρχική Προσωπικότητα» στο οποίο μέσω της ψυχαναλυτικής μεθόδου εξετάζει πώς οι δομές εξουσίας μπορούν να διαμορφώνουν άτομα με αυταρχική ψυχολογία, τα οποία υποστηρίζουν ακολούθως αυταρχικά καθεστώτα και δομές.
Στο ίδιο πνεύμα με τον Αντόρνο, ο Μαρκούζε με το έργο του «One-Dimensional Man, 1964», αναπτύσσει μια έντονη κριτική της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας, υποστηρίζοντας ότι οι καπιταλιστικές και τεχνολογικές δομές περιορίζουν την ανθρώπινη ελευθερία και δημιουργικότητα, παράγοντας έναν «μονοδιάστατο άνθρωπο» που λειτουργεί αποκλειστικά ως καταναλωτής και υποστηρικτής του συστήματος. Σύμφωνα με τον Μαρκούζε: «Η σύγχρονη τεχνολογική κοινωνία τείνει να καταργεί την ανάγκη για κριτική και να ενοποιεί τη συνείδηση και τη συμπεριφορά σε ένα αυστηρά οριοθετημένο σύνολο αντιλήψεων και αξιών, τις οποίες το άτομο αποδέχεται ανεξέλεγκτα» (Μαρκούζε, One-Dimensional Man, 1964). Μια ακόμη σημαντική έννοια την οποία προέταξε ο φιλόσοφος, είναι αυτή της «Μεγάλης Άρνησης» (The Great Refusal), στο έργο του «Έρως και Πολιτισμός (1955)», το οποίο μόνο από τον τίτλο προδίδει το ψυχαναλυτικό του περιεχόμενο. Η έννοια αυτή συνδέεται με το όραμα του Μαρκούζε για μια κοινωνία που θα απορρίπτει τις κυρίαρχες αξίες και ιδεολογίες της βιομηχανικής νεωτερικής κοινωνίας, αναζητώντας έναν κόσμο που θα επιτρέπει την πραγματική ανθρώπινη ελευθερία και έκφραση. Ήδη εδώ βλέπουμε μία «εξατομικευμένη» επανάσταση, μια θεωρία που ασχολείται κυρίως με το ίδιο το Άτομο και όχι τις τάξεις ή την κοινωνία. Παρόλο που ο Μαρκούζε ισχυρίζεται πως μέσω αυτής της άρνησης, οι άνθρωποι θα μπορέσουν να επαναπροσδιορίσουν την ύπαρξή τους και να δημιουργήσουν νέες μορφές κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής, φαίνεται περισσότερο να προτάσσει την «έξοδο» του ατόμου από την κοινωνία και την ενασχόληση με τον εσωτερικό του Εαυτό, απορρίπτοντας έτσι την επαναστατική αλλαγή. Παρόλο που η έννοια της «Μεγάλης Άρνησης» θα μπορούσε θετικά να ερμηνευτεί ως μία συμβολική πράξη φιλοσοφικής και πολιτικής εναντίωσης στις κυρίαρχες δομές και στην ιδεολογία της καταναλωτικής κοινωνίας, ο ενυπάρχων ατομικισμός στις θεωρίες των στοχαστών της Σχολής της Φρανκφούρτης ανακύπτει άμεσα, με τον Μαρκούζε να γράφει πως: «Η πραγματική ελευθερία δεν έγκειται στην απόκτηση αγαθών, αλλά στην απελευθέρωση του ανθρώπου από τις κοινωνικές και ιδεολογικές αλυσίδες που περιορίζουν την δημιουργικότητά του» (Μαρκούζε, One-Dimensional Man, 1964). Για τον Μαρκούζε η λύση είναι ο άνθρωπος να εντοπίσει τον «Πραγματικό Εαυτό» απορρίπτοντας τις κοινωνικές συμβάσεις. Συνολικά όλες αυτές οι κριτικές της βιομηχανικής κοινωνίας, της εξουσίας και της καταναλωτικής κουλτούρας συνοψίζονται στην γνωστή «Κριτική Θεωρία»

Συχνά θεωρείται ότι το τέλος του μαρξισμού ως πολιτική ιδεολογία έλαβε χώρα το 1989, με την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Η αλήθεια είναι ότι ο μαρξισμός, τουλάχιστον στην Δύση, ενταφιάστηκε πολλά χρόνια νωρίτερα, ειρωνικά από ανθρώπους που είχαν  εμπνευστεί εν μέρει από τον Μαρξ. Οι διανοούμενοι της Σχολής της Φρανκφούρτης, επί της ουσίας προκάλεσαν την εκ των έσω διάρρηξη του μαρξισμού. Από τα πρώτα χρόνια της παρουσίας των φιλοσόφων αυτών στις ΗΠΑ, το δόγμα του ορθοδόξου μαρξισμού, κλείστηκε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.  Η οικονομική αιτιοκρατία, δηλαδή η αντίληψη ότι οι υλικές συνθήκες και τα μέσα παραγωγής καθορίζουν την πορεία της ιστορίας, αντικαταστάθηκε από την «γκραμσιανή» άποψη, ότι οι πολιτιστικές συνθήκες και όχι η οικονομία είναι αυτές που καθορίζουν την Πραγμοποίηση και την Αλλοτρίωση των ανθρώπων. Επικεντρώνοντας τις κριτικές τους στην Πραγμοποίηση και την Αλλοτρίωση, και όχι στους οικονομικούς όρους της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, οι διανοούμενοι αυτοί, μετέθεσαν τον απώτερο σκοπό της κοινωνικής αλλαγής. Στην πραγματικότητα η Σχολή της Φρανκφούρτης αποτελεί ένα διανοητικό συνονθύλευμα όπου μπορεί να βρει κανείς λίγο απ'όλα. Οι πιο λαμπρές διανοητικές συλλήψεις (λόγου χάρη οι κριτικές στην επιρροή της καταναλωτικής κοινωνίας), στέκονται πλάι στα πιο προβληματικά ιδεολογικά αμαλγάματα (πχ. Φρόυντ και Μαρξ, και συνδυασμό των δύο με Νίτσε). Μία οξυδερκής κριτική της νεωτερικότητας αναμειγνύεται με έναν ουτοπιστικό δογματισμό. Για την Σχολή της Φρανκφούρτης η ουτοπία δεν είναι «το τέλος της Ιστορίας» (με την μαρξιστική έννοια), δηλαδή την εφαρμογή μίας αταξικής κοινωνίας. Αντιθέτως, παραδέχονται, ότι μιας και δεν θα πετύχουμε ποτέ την «λύτρωση», η διατήρηση του ονείρου αυτής, είναι αυτό καθαυτό, κάτι καλό, καθώς θα οδηγήσει σε μία αφηρημένη βελτίωση της ανθρωπότητας. Το γεγονός πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια κολλεκτιβιστική κοινωνία, όπως η κομμουνιστική του Μαρξ, εγείρει πολλά ερωτήματα. Από την στιγμή που η ουτοπία των διανοουμένων της Φρανκφούρτης συνδέεται με την «προσωπική ευτυχία», αφορά πάνω από όλα το άτομο. Επιπλέον, η Σχολή μετατρέπει το όποιο μαρξιστικό περιεχόμενο είχε αντλήσει από τα πρώιμα κυρίως γραπτά του Μαρξ, σε μία «ανθρωπιστική» ιδεολογία, εξοστρακίζοντας κάθε ταξική προσέγγιση και κάθε επαναστατική επιδίωξη. Όπως τονίζει ο Stephen Eric Brommer: «Η επανάσταση κατά του καπιταλισμού αντικατεστάθη, με μία προσπάθεια μεταβολής της ανθρώπινης ύπαρξης. Έτσι, ο σοσιαλισμός γίνεται πλέον αντιληπτός ως ένας τρόπος αντιμετώπισης των ανθρωπίνων σχέσεων και όχι ως ένα θεσμικό και πολιτικό μοντέλο» (Critical Theory. A very short introduction, σελ. 48). Οι διανοούμενοι της σχολής, έδωσαν έμφαση σε υποκειμενικά και ατομικά ζητήματα, διατυπώνοντας έτσι μία δική τους θεωρία για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, στην οποία η ελευθερία γίνεται κατανοητή υπό το πρίσμα του Ατόμου. Δεν αποτελεί κατά αυτόν τον τρόπο έκπληξη το γεγονός ότι οι εργασίες του Βίλχελμ Ράιχ επί της σεξολογίας ή έργα του Έριχ Φρομ είχαν μεγάλη δημοφιλία στους κύκλους των αμερικανικών «ριζοσπαστικών κύκλων». Τέλος, η κριτική της Σχολής στην ιδέα της προόδου και στην νεωτερικότητα, δημιουργεί μια στροφή της σκέψης τους προς τον πολιτιστικό συντηρητισμό. Ο Χορκχάιμερ επεσήμανε ακριβώς πώς υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να αλλάξουν, υπάρχουν και κάποια άλλα που πρέπει να διατηρηθούν, και πως ο αληθινός επαναστάτης βρίσκεται πιο κοντά σε έναν αληθινό συντηρητικό απ'ότι σε έναν φασίστα ή έναν κομμουνιστή! 
Δεν είναι τυχαίο που ο Jonathan Bowden έγραφε πως το «ενδόμυχο μυστικό» της Σχολής της Φρανκφούρτης ήταν το γεγονός πως το βιβλίο «H Διαλεκτική του Διαφωτισμού» άσκησε επιρροή στο ρεύμα ιδεών που έγινε γνωστό ως η γαλλική «Νέα Δεξιά». Ο Χορκχάιμερ και ο Αντόρνο υιοθετούν μία ατομικιστική προσέγγιση στην κριτική του Διαφωτισμού, αλλά εν πάσει περιπτώσει, η κριτική αυτή δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτή από το σύγχρονο «Ιερατείο του Προοδευτισμού». Για αυτόν τον λόγο εξακολουθεί να είναι κεφαλαιώδους σημασίας η συνεισφορά της στην αποδόμηση της νεωτερικότητας και της ιδέας της προόδου. Ύστερα από όλα αυτά, τι απέμεινε τελικώς από τον Μαρξισμό; Μόνον μία ακαδημαϊκή ορολογία και ένα επίχρισμα «ρομαντικού ανατρεπτισμού». Εν τέλει κάποιος θα μπορούσε να τοποθετήσει ιδεολογικά αυτούς τους διανοούμενους μέσα σε ένα πλαίσιο αναρχικού ατομικισμού ή ελευθεριακού φιλελευθερισμού, που επί της ουσίας κατακρίνει τον καπιταλισμό και τον λιμπεραλισμό, διότι ο τελευταίος δεν κατάφερε να εκπληρώσει τα αιτήματα του Διαφωτισμού, ο οποίος μάλιστα είχε σαν απώτερο σκοπό κατά τoν Μαρκούζε την κριτική σε κάθε μορφή εξουσίας (Marcuse, Reason and Revolution, 1941, σελ. 313). Αναλαμβάνει λοιπόν η Σχολή της Φρανκφούρτης, να επιλύσει τα λάθη του κλασσικού αστικού φιλελευθερισμού, και να «ανανεώσει» τα ιδεώδη του Διαφωτισμού. Εδώ λοιπόν παρουσιάζεται μια εικόνα ιδεολογικής συνέχειας με τις βασικές αξίες του γαλλικού ρεύματος του φιλελευθερισμού περί της αξίας της ατομικότητας και της ισότητας των ανθρώπων. Περί αυτού συνηγορεί και ο φιλόσοφος (εντός της παράδοσης της Κριτικής Θεωρίας) Jürgen Habermas, ο οποίος ανέλαβε με την υποστήριξη του Αντόρνο από το 1964 και μετά την διεύθυνση της Σχολής της Φρανκφούρτης, παίρνοντας την θέση του Horkheimer. Εν τούτοις ανέπτυξε την θέση πως ο Διαφωτισμός ήταν μία διαδικασία που δεν είχε τελειώσει (The Enlightenment as an unfinished project). Ο Habermas υποστήριξε, και η ιστορία του έδωσε το δίκιο, ότι η φιλελεύθερη νεωτερικότητα περιείχε ένα "απελευθερωτικό σχέδιο" που ήταν ορατό στον Διαφωτισμό, και ότι δεν υπήρχε λόγος να δημιουργηθεί μια εναλλακτική ιδεολογία που θα πολεμήσει απευθείας τον καπιταλισμό και τον φιλελευθερισμό. Αντίθετα, η "εγγενής κριτική" του φιλελευθερισμού όπως υπήρχε εκείνη την εποχή, μπορούσε να ασκηθεί με σκοπό την παραγωγή ριζοσπαστικών κριτικών σε πολιτισμικές πτυχές της Δύσης στις οποίες ακόμη τότε κυριαρχούσε ο απλός ατομικισμός. Την δεκαετία του 1970, στόχος του ήταν να υπάρχει ένας δημόσιος τομέας που να αποτελείται από διανοούμενους που θα προωθούσαν τον φεμινισμό, τα ίσα δικαιώματα για τις μειονότητες και την αποσύνδεση των δυτικών κρατών από οποιαδήποτε εθνοτική ομάδα, με στόχο τη δημιουργία κοσμοπολίτικων εθνών που θα ζουν σύμφωνα με τις φιλελεύθερες οικουμενικές αξίες. 



Ο ρόλος των Αντόρνο και Μαρκούζε στην διαμόρφωση της Νέας Αριστεράς στις ΗΠΑ


Η νίκη των ΗΠΑ έναντι του Άξονα και η ενθρόνιση της ως "Παγκόσμιο Μινώταυρο", η κεϋνσιανή πολιτική που ακολούθησε ο καπιταλισμός στην Δύση μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσω του Φορντικού μοντέλου μαζικής παραγωγής δημιούργησαν τα υψηλότερα επίπεδα υλικής ευμάρειας και διαθεσιμότητας προϊόντων που είχε γνωρίσει ανθρώπινη κοινωνία ως τότε. Τα εισοδήματα έγιναν υψηλότερα τόσο για την εργατική τάξη όσο και για τις υπόλοιπες, και συνέβη μια γιγάντωση της μεσαίας τάξης σε ολόκληρη την Δύση, που με την σειρά της έφερε μία διόγκωση του αριθμού των εισαχθέντων στα πανεπιστήμια. Η φτώχεια, ο πόλεμος και η αβεβαιότητα, ήταν πλέον παρελθόν για τους γονείς των baby boomers (γενιά 1946-64), οι οποίοι πλέον απολάμβαναν τις ανέσεις που προσέφερε το μεταπολεμικό οικονομικό μοντέλο, στήριζαν το συντηρητικό καθεστώς των ΗΠΑ όπως και τις αντικομμουνιστικές του ιδεολογικές επιταγές. Το εργατικό κίνημα επιπλέον είδε να εκπληρώνονται οι απαιτήσεις που προέβαλε για βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων. Εν τούτοις , η αμερικανική κοινωνία εισήλθε σε μία νέα φάση, τόσο κοινωνικοπολιτικά όσο και σε όρους παραγωγής. Ο αμερικανικός καπιταλισμός εμφορούμενος από το λεγόμενο Φορντικό μοντέλο (μαζική παραγωγή φθηνών τυποποιημένων προϊόντων για μαζική κατανάλωση) και με την βοήθεια της προσφάτως αναπτυγμένης "βιομηχανίας της διαφήμισης", έφερε μία νέα εποχή την οποία χαρακτήριζε η καταναλωτική μανία. Πλέον το "Αμερικανικό Όνειρο" φάνταζε εφικτό για τον μέσο άνθρωπο. Η επιθυμία όμως για στροφή του καπιταλισμού σε ένα μοντέλο μαζικής κατανάλωσης, δεν ήταν καινούρια. Οι αμερικανικοί επιχειρηματικοί κολοσσοί και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο έψαχναν από την δεκαετία του 1920 μία λύση, στο πώς θα στρέψουν την αμερικανική κοινωνία στην κατανάλωση. Οι τελευταίοι είχαν βγει από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο πλούσιοι και ισχυροί, παρόλα αυτά υπήρχε μία αυξανόμενη ανησυχία. Το σύστημα της μαζικής παραγωγής που είχε αξιοποιηθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου δημιουργούσε πρόβλημα, καθώς εκατομμύρια αγαθά έβγαιναν από τις γραμμές παραγωγής, χωρίς όμως να υπάρχει προοπτική κέρδους. Ειδικότερα, ο φόβος τους συνίστατο στον κίνδυνο της υπερπαραγωγής, αλλά και πως κατά τον τρόπο αυτό θα έφτανε η στιγμή που οι άνθρωποι θα είχαν αρκετά αγαθά, με αποτέλεσμα να σταματούσαν απλώς να αγοράζουν νέα προϊόντα. 

Μέχρι την δεκαετία του 1920, η πλειοψηφία των προϊόντων εξακολουθούσε να πωλείται στις μάζες με βάση την ανάγκη. Αγαθά όπως παπούτσια, κάλτσες, ακόμη και αυτοκίνητα, προβάλλονταν για την ανθεκτικότητά τους. Σκοπός των διαφημίσεων ήταν απλώς να δείξουν στους ανθρώπους τα πρακτικά οφέλη των προϊόντων που προέβαλαν. Αυτό όμως το μοντέλο, που όπως αναφέρθηκε είχε καταστεί προβληματικό για το αμερικανικό κεφάλαιο, έπρεπε να αλλάξει. Χαρακτηριστικά, ως προς τον σκοπό αυτό, είναι τα λόγια του τραπεζίτη Paul Mazur των Lehman Brothers: «Η κοινότητα που μπορεί να εκπαιδευτεί να επιθυμεί την αλλαγή, να θέλει νέα πράγματα ακόμη και πριν τα παλιά καταναλωθούν εντελώς, αποδίδει μια αγορά που λειτουργεί περισσότερο με βάση τις επιθυμίες παρά από τις ανάγκες. Και οι επιθυμίες του ανθρώπου μπορούν να αναπτυχθούν έτσι ώστε να ξεπερνούν σημαντικά τις ανάγκες του.» (American Prosperity: Its Causes and Consequences, Paul M. Mazur, Κεφάλαιο 3: Evolution of Distribution, σελ. 24, 25.). Ο άνθρωπος που θα άλλαζε μια για πάντα την ιστορία της διαφήμισης, και θα εκτελούσε τις επιθυμίες του αμερικανικού κεφαλαίου για καταναλωτισμό μέσω κοινωνικής μηχανικής, δεν ήταν άλλος από τον Edward Bernays, ανιψιό του Sigmund Freud. Ο Bernays αξιοποίησε τις φροϋδιανές ψυχαναλυτικές θεωρίες περί του ασυνείδητου ώστε να αναδιαμορφώσει τον τρόπο που διαφημίζονταν ως τότε τα προϊόντα, αλλά και να «προγραμματίσει» την συμπεριφορά των ανθρώπων (Tye, L. (1998). The Father of Spin: Edward L. Bernays and the Birth of Public Relations. New York: Crown Publishers, σελ. 27). Η σχέση όμως των ψυχαναλυτών με την εξουσία δεν τελειώνει εδώ. 

Η Ρωσική Επανάσταση το 1917, η άνοδος κομμουνιστικών και φασιστικών δυνάμεων στην Ευρώπη του μεσοπολέμου και η απόρριψη της αστικής δημοκρατίας από τις λαϊκές μάζες, οδήγησε σε μία αναθεώρηση των παραδοσιακών απόψεων της φιλελεύθερης ελίτ μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Πλέον ο άνθρωπος δεν ήταν ένα "ορθολογικό" ον όπως προέβλεπαν οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού. Οι λαϊκές μάζες ήταν παράλογες, ανορθολογικές και συναισθηματικές. Για τον λόγο αυτό έπρεπε να εγκαταλειφθεί η μαζική δημοκρατία που είχε εφαρμοστεί επί της πρώιμης διακυβέρνησης του Φ. Ρούζβελτ και από εδώ και στο εξής, η συγκατάθεση του λαού να κατασκευάζεται. Στην προσπάθεια αυτή επιστρατεύτηκαν οι δυνάμεις της ψυχανάλυσης, με επικεφαλής την Άννα Φρόυντ, η οποία ανέπτυξε μετά από μελέτη στα λεγόμενα "Burlingham Children" μια θεωρία για το πώς μπορεί η εφαρμοσμένη ψυχανάλυση να ελέγξει τις εσωτερικές ορμές, την σκέψη και τα συναισθήματα του ατόμου. Η Άννα Φρόυντ έδινε την υπόσχεση στην αμερικανική πολιτική ελίτ, πως μπορούσε να κάνει τους ανθρώπους να συμβιβάζονται πλήρως με τις κοινωνικές επιταγές, οι οποίες θα διαμορφώνονται φυσικά από την αμερικανική κυβέρνηση, ή μάλλον...από την Αγορά. 

Στο πεδίο της οικονομίας, η τάση που είχε ξεκινήσει τα προηγούμενα έτη, έπρεπε να συνεχιστεί. Από τις αρχές του 1950 και μετά οι μεγάλες επιχειρήσεις στην Αμερική άρχιζαν να σχηματίζουν "focus groups", αποτελούμενα από ψυχαναλυτές, οι οποίοι και θα αναλάμβαναν τον σχεδιασμό της νέας διαφημιστικής πολιτικής. Κεντρική φιγούρα της προώθησης του καταναλωτισμού στις ΗΠΑ εκ μέρους των επιχειρήσεων, υπήρξε ο ψυχαναλυτής Ernest Dichter. Το Cabinet Magazine σημειώνει σχετικά με τον τελευταίο: «Καθώς η Αμερική μπήκε στη δεκαετία του 1950, την δεκαετία της αυξημένης φετιχιστικής λατρείας των καταναλωτικών αγαθών, ο Dichter προσέφερε στους καταναλωτές την ηθική άδεια να υιοθετήσουν το σεξ και την κατανάλωση, διαμορφώνοντας μια φιλοσοφία εταιρικού ηδονισμού (corporate hedonism), μέσω της οποίας πίστευε ότι θα έκανε τους ανθρώπους να αποκτήσουν ανοσία στις επικίνδυνες ολοκληρωτικές ιδέες.» Η φροϋδική θεωρία παρείχε μια βάση για τους διαφημιστές που ήθελαν να κατανοήσουν και να χειραγωγήσουν τις ασυνείδητες επιθυμίες των καταναλωτών. Απευθυνόμενοι σε βαθιά ριζωμένες συναισθηματικές ανάγκες και ανησυχίες, οι διαφημιστές μπορούσαν να δημιουργήσουν μία διαφημιστική προσέγγιση που υπερέβαινε την πρακτική λειτουργικότητα ενός προϊόντος. (Cohen, L. (2003). A Consumers' Republic: The Politics of Mass Consumption in Postwar America., σ. 112)









Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, βρίσκουμε τους διανοούμενους της Σχολής της Φρανκφούρτης, να διδάσκουν στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Οι ιδέες τους είχαν μεγάλη απήχηση σε αυτή την νέα γενιά φοιτητών, που είχε "βαρεθεί" την μεσοαστική ζωή των γονέων τους, τις παλαιές αστικές και συντηρητικές αξίες. Η υλική ευμάρεια οδήγησε την σκέψη της γενιάς αυτής σε "μετα-υλιστικά" ενδιαφέροντα και ανησυχίες. Την πρώτη αρχή είχαν κάνει οι λεγόμενοι Beats στις αρχές του 1950, που θεωρούνται οι προπάτορες της κουλτούρας των Χίπηδων. Επρόκειτο για ένα λογοτεχνικό ρεύμα που άνθισε μέσα στα αμερικανικά πανεπιστήμια και μπορεί να προσεγγιστεί από διάφορες οπτικές - με την πιο στενή, ως μια λογοτεχνική επανάσταση που προώθησε τον "αυθόρμητο λόγο", και ένα φιλελεύθερο και ταυτόχρονα νεο-ρομαντικό πνεύμα. Από μια ευρύτερη σκοπιά, μπορεί να θεωρηθεί ως η αρχή μιας γενεακής εξέγερσης, σηματοδοτώντας την εμφάνιση μιας μεταπολεμικής γενιάς που θα αποκηρύξει τόσο τον παλαιού τύπου ριζοσπαστισμό της δεκαετίας του 1930 όσο και τον νέου τύπου συντηρητισμό της δεκαετίας του 1950. Επιπλέον, οι Beat μπορούν να θεωρηθούν ως η πρωτοπορία μιας σημαντικής μεταβολής στη θρησκευτική συνείδηση της μεταπολεμικής Αμερικής, η οποία χαρακτηρίζεται από την απόρριψη της θεσμικής θρησκείας, την αμφισβήτηση των χριστιανικών αξιών και την επιβεβαίωση της δυνατότητας νέου θρησκευτικού νοήματος, που μπορεί να βρεθεί μέσω μυστικιστικών εμπειριών, παραισθησιογόνων ναρκωτικών ουσιών και ασιατικών θρησκειών (Βουδισμός Ζεν κτλ.). Τα κεντρικά στοιχεία της κουλτούρας των Μπιτ πέρα από αυτά που αναφέρθηκαν είναι η απόρριψη των τυπικών κοινωνικών αξιών, η πνευματική αναζήτηση, η απόρριψη του οικονομικού υλισμού και η σεξουαλική απελευθέρωση και εξερεύνηση. Αυτά τα στοιχεία έρχονται λίγα χρόνια αργότερα να αναδειχθούν στην αντικουλτούρα των Χίπηδων και θα σμίξουν με τις ιδέες των Μαρκούζε και Αντόρνο. Ο Μαρκούζε άσκησε την μεγαλύτερη επιρροή με το έργο του για τον "μονοδιάστατο άνθρωπο". Η ταύτιση των απόψεων γίνεται εμφανής μόνο με μία ματιά στο περιεχόμενο του έργου του: «Οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στα αγαθά τους· βρίσκουν την ψυχή τους στο αυτοκίνητό τους, το σετ hi-fi, το σπίτι με τους ξεχωριστούς ορόφους, τα σκεύη της κουζίνας. Ο μηχανισμός που συνδέει το άτομο με την κοινωνία του έχει αλλάξει, και ο κοινωνικός έλεγχος είναι αγκυροβολημένος στις νέες ανάγκες που έχει δημιουργήσει» (Marcuse, 1964, σελ. 9).
 



Η σοσιαλδημοκρατικής φύσεως ένωση "Φοιτητές για μία Δημοκρατική Κοινωνία"  (SDS-Students for a Democratic Society) υπήρξε ο κυριώτερος εκπρόσωπος στο πολιτικό επίπεδο, για το κίνημα που ονομάστηκε "Νέα Αριστερά" (New Left). Η τελευταία ως πολιτικό-ιδεολογικό κίνημα είχε σε γενικές γραμμές μεγάλη ετερογένεια, και δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για ενότητα όσον αφορά τις ομάδες που συμμετείχαν σε αυτή. Συμφωνούσαν παρόλα αυτά, στους γενικούς στόχους του κινήματος. Η Νέα Αριστερά ζητούσε ισότητα, ελευθερία, συμμετοχική δημοκρατία και δικαιώματα για όλους. Επί της ουσίας από εδώ και πέρα δεν μιλάμε για ένα επαναστατικό κίνημα αλλά για μία απαίτηση μεταρρυθμιστικού τύπου, που στοχεύει στην συμπερίληψη των ατόμων στην φιλελεύθερη κοινωνία. Οι απαιτήσεις της Νέας Αριστεράς δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν παρά το συντηρητικό πλαίσιο που χαρακτήριζε ακόμα την αμερικανική κοινωνία. Οι απαιτήσεις της είχαν διατυπωθεί και παλαιότερα, μάλιστα εντός της ιδεολογικής παράδοσης του φιλελευθερισμού. Η χειραφέτηση των γυναικών και των αφροαμερικανών είχε ζητηθεί προπολεμικά, ενώ η ιστορική πορεία του καπιταλισμού αποδεικνύει πως ανά τα χρόνια αναπροσαρμόζεται και αλλάζει το πνεύμα του, εφόσον οι νέες κοινωνικές συνθήκες του επιτρέπουν το κέρδος. Ο Μαρξ, αναλύοντας τον καπιταλισμό είχε εξάλλου διαβλέψει την τάση αυτή από τις μέρες του: «Όλες οι καθιερωμένες, παγιωμένες σχέσεις, με τη συνοδεία των αρχαίων και σεβαστών προκαταλήψεων και απόψεων, καταργούνται. Όλες οι νέες σχέσεις απαρχαιώνονται προτού προλάβουν να παγιωθούν.». Όσον αφορά την απήχηση που είχαν οι απόψεις της Νέας Αριστεράς στις μεταπολεμικές γενιές, o ειδικός στο θέμα, καθηγητής Lyman Tower Sargent έγραφε το 1972 πως «η Νέα Αριστερά μεγαλώνει, παρά τις ιδεολογικές της διασπάσεις και διαφορές. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι πολλά από τα σύμβολα και τους στόχους της αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της δυτικής κληρονομιάς και, ως εκ τούτου, είναι αρκετά ελκυστικά [...] Η ελκυστικότητα της Νέας Αριστεράς βρίσκεται στους στόχους της, οι περισσότεροι από τους οποίους προέρχονται από τις διακηρυγμένες αξίες του δυτικού πολιτισμού—ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη, ειρήνη—αξίες που όμως παντού αθετούνται ή αγνοούνται. Κάθε παιδί στη Βόρεια Αμερική ανατρέφεται με την αποδοχή αυτών των αξιών—στο σπίτι, στο σχολείο, στην εκκλησία ή τη συναγωγή, και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Του λένε ότι εμείς (και συχνά υπονοείται ότι μόνο εμείς) πιστεύουμε και έχουμε επιτύχει αυτούς τους στόχους. Υπό αυτές τις συνθήκες, το να μεγαλώνει και να βλέπει κανείς πόσο απέχουμε πραγματικά από την επίτευξη αυτών των στόχων είναι ένα σοκ.». Πολύ πριν την Νέα Αριστερά, φιλελεύθεροι ανθρωπιστές όπως ο John Dewey ζητούσαν την επέκταση των πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά έκαναν λόγο και για την ιδέα του "Melting Pot" που σήμερα χαρακτηρίζει το αμερικανικό κοινωνικό μοντέλο, που έχει επεκταθεί και στην Ευρώπη, με καταστροφικές συνέπειες. Περί αυτού ο Dewey έγραφε πως «Η ανάμειξη στη σχολική ζωή νέων από διαφορετικές φυλές, διαφορετικές θρησκείες και διαφορετικά έθιμα δημιουργεί για όλους ένα νέο και ευρύ περιβάλλον.» (Dewey, John. Democracy and Education. New York: Macmillan, 1916, σελ. 103.). Επιπλέον, εντοπίζουμε και αναρχικές και αντι-ιεραρχικές τάσεις μέσα στην Νέα Αριστερά. Κατά τον Βρετανό ιστορικό David Caute «Το πιο θεμελιώδες χαρακτηριστικό της Νέας Αριστεράς ήταν η ελευθεριακή δυσπιστία απέναντι στην κρατική εξουσία, τα κόμματα, τον ανταγωνισμό, την ηγεσία, τη γραφειοκρατία και, τέλος, τη αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση. Η Νέα Αριστερά απαιτούσε 'συμμετοχική δημοκρατία' όχι μόνο στα πανεπιστήμια... αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία. Το όραμα, κατά το ένα μέρος αναρχικό, κατά το άλλο ρουσωϊκό (εκ του Ρουσσώ), γενικά λοιδορήθηκε από την Παλαιά Αριστερά ως κάτι επιδεικτικά ουτοπικό και ως μία εύκολη λύση για χαρισματικούς ρήτορες που επιζητούν εξουσία χωρίς ευθύνη»


Εντός της δεκαετίας του 1960 ο Μαρκούζε καταφέρνει με τις διαλέξεις του να αποκτήσει ένα μεγάλο αριθμό φοιτητών οπαδών, οι οποίοι ταυτίζονταν με τις απόψεις του και ειδικά με αυτές που αφορούσαν την αποξένωση, την αυτοπραγμάτωση, την «ανακάλυψη του Εαυτού», αλλά και της «εκ νέου δημιουργίας του», όπως περιγράφεται στην θεωρία της «Μεγάλης Άρνησης». Αυτές οι απόψεις οδήγησαν και στην δημιουργία της «Κουλτούρας των Ναρκωτικών», καθώς τα τελευταία θεωρήθηκαν ένα εργαλείο απελευθέρωσης του εσωτερικού εαυτού. Ο Μαρκούζε γοητεύει τους μεσοαστούς φοιτητές κάνοντας τους να πιστεύουν πως είναι επαναστάτες, ενώ τους πληροφορεί πως η εργατική τάξη έχει ενσωματωθεί στον καπιταλισμό, και πως πλέον μόνον οι φοιτητές, οι διανοούμενοι και οι μειονότητες είναι το επαναστατικό υποκείμενο που μπορεί να προκαλέσει την πτώση του συστήματος. Παράλληλα το SDS συμμετέχει στα μεγάλα κινήματα που απαιτούν κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Στις αρχές του 1960 ασχολείται με το κίνημα της ελευθερίας του λόγου (Free Speech Movement) και με το κίνημα για την πολιτική χειραφέτηση των αφροαμερικανών (Civil Rights Movement). Αργότερα ενέταξαν και τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων σε αυτές τις απαιτήσεις. Το 1964, μετά από συννενόηση των μετριοπαθών μελών του Civil Rights Movement με το Κογκρέσο και λόγω της πορείας που είχε γίνει στην Ουάσινγκτον το προηγούμενο έτος, το αμερικανικό κράτος εκδίδει νομοθεσία που απαγορεύει κάθε διάκριση βασισμένη στην φυλή (Civil Rights Act of 1964). Μετά το 1965 η Νέα Αριστερά επικεντρώνεται στην εναντίωση του πολέμου στο Βιετνάμ. Η βίαιη απάντηση του αμερικανικού κράτους εναντίον των διαδηλώσεων την περίοδο εκείνη έκανε πολλά μέλη της Νέας Αριστεράς να πιστέψουν πως δεν ήταν δυνατόν να νικήσουν τον αμερικανικό κρατικό μηχανισμό μέσω της μαζικής ακτιβιστικής δράσης. Η λύση για αυτούς ήταν η ατομική ενδοσκόπηση (introspection). Ακολουθώντας την λογική των επιχειρημάτων του Μαρκούζε για τον μονοδιάστατο άνθρωπο, η νέα φοιτητική αριστερά άρχισε να επιτίθεται σε αυτό το σύστημα κοινωνικού ελέγχου εκ των έσω. Αυτή η ενδοσκοπική διαδικασία συνοψιζόταν στο σύνθημα «Υπάρχει ένας αστυνόμος μέσα στο κεφάλι μας - πρέπει να καταστραφεί». Τα άτομα θα έπρεπε να «ανακαλύψουν τον αυθεντικό εαυτό τους», έτσι ώστε μέσω αυτής της ανακάλυψης να δημιουργηθούν «Νέα Άτομα», τα οποία με την σειρά τους θα δημιουργούσαν μία νέα κοινωνία. Αυτή η αναδημιουργία του εαυτού ήταν για εκείνους μία απάντηση στην Αλλοτρίωση. Εν τούτοις, ακόμη και πράγματα όπως η σεξουαλικότητα και οι επιθυμίες του ατόμου έπρεπε να έρθουν στην επιφάνεια και να μην αποτελούν πλέον ταμπού. Μέσα στις ίδιες δεκαετίες, μια μικρή ομάδα ψυχαναλυτών, που βρισκόταν σε αντιπαλότητα με τους Φροϋδιστές, άρχισε μια νέα μορφή θεραπείας. Δούλευαν σε μικρά δωμάτια στη Νέα Υόρκη και ενθάρρυναν τους ασθενείς τους να εκφράζουν ανοιχτά τα συναισθήματά τους. Ηγέτης αυτής της ομάδας ήταν ο Βίλχελμ Ράιχ, μέλος της Σχολής της Φρανκφούρτης και μισητός από τον Φρόιντ και η οικογένειά του.  Ο Φρόιντ υποστήριζε ότι, εσωτερικά, οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να καθοδηγούνται από πρωτόγονες ζωώδεις ορμές. Το καθήκον της κοινωνίας ήταν να καταστέλλει και να ελέγχει αυτές τις επικίνδυνες παρορμήσεις. Ο Ράιχ πίστευε το ακριβώς αντίθετο. Οι ασυνείδητες δυνάμεις στο ανθρώπινο μυαλό, είπε, ήταν καλές. Η υποκείμενη φυσική παρόρμηση, υποστήριζε ο Ράιχ, ήταν η λίμπιντο, η σεξουαλική ενέργεια. Αν αυτή απελευθερωνόταν, τότε οι άνθρωποι θα ευδοκιμούσαν. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, μαθητές του Βίλχελμ Ράιχ δημιουργούν ιδρύματα ομαδικής ψυχοθεραπείας, με στόχο την «εξερεύνηση του εαυτού» (βλ. Ινστιτούτο Έσαλεν). Το γενικότερο κλίμα που επικράτησε στον χώρο της Νέας Αριστεράς έκανε τον Μαρκούζε και τον Αντόρνο να εγκαταλείψουν τις ελπίδες τους για αλλαγή, και με την σειρά τους οι οπαδοί τους να νιώσουν προδομένοι. Από την άλλη, η μόδα που δημιούργησαν οι ψυχαναλυτές της ομάδας του Βίλχελμ Ράιχ είχε γίνει εμφανής στις αμερικανικές επιχειρήσεις, καθώς χιλιάδες νέοι συνέρρεαν σε αυτές τις ψυχαναλυτικές συνεδρίες που κατά έναν τρόπο ενίσχυαν τον ναρκισσισμό των συμμετεχόντων, πείθοντας τους πως η κοινωνία ή άλλοι ηθικοί φραγμοί δεν σήμαιναν τίποτε και πως όλα είναι αποδεκτά (Κάτι παρόμοιο με την τελευταία φράση θα δούμε παρακάτω, στα συνθήματα των φοιτητών του Μαΐου του 1968). Η μόδα αυτή δημιούργησε ευκαιρίες για το αμερικανικό κεφάλαιο, το οποίο αποφάσισε πως το πρόβλημα που δημιουργούσε αυτή η «μη καταναλωτική κουλτούρα» έπρεπε να επιλυθεί, μέσω μίας αλλαγής του πνεύματος της παραγωγής και της κοινωνίας. Το πρώτο βήμα στην αλλαγή του πνεύματος του αμερικανικού καπιταλισμού, έγινε μέσω του συστήματος EST (Erhard Seminar Training), το οποίο ίδρυσε ο Werner Erhard. Κατά τον τελευταίο τα σεμινάρια είχαν σαν σκοπό να ξεφλουδίζεις τον εαυτό σαν ένα κρεμμύδι «μέχρι να φτάσεις στο τελευταίο στρώμα και να το αφαιρέσεις με αποτέλεσμα να γίνει μία αναγνώριση πως όλα είναι στην πραγματικότητα άνευ νοήματος και κενά. Όλοι οι περιορισμοί, όλοι οι κανόνες που είχες θέσει στον εαυτό σου, εξαφανίζονται. Και αυτό που απομένει είναι το τίποτα, και το τίποτα είναι ένας εξαιρετικά ισχυρός τόπος να σταθείς, γιατί μόνο από το τίποτα μπορείς να δημιουργήσεις, και από αυτό το τίποτα, οι άνθρωποι μπορούσαν να εφεύρουν μια ζωή, επιτρέποντάς τους να δημιουργήσουν τον εαυτό τους. Να εφεύρουν τον εαυτό τους. Μπορούσες να γίνεις αυτό που ήθελες να είσαι.» (Συνέντευξη του Werner Erhard, 3 Μαρτίου 1991, CBS). Αυτό που έκανε ο Erhard ήταν να διακηρύξει ότι μόνο το άτομο έχει σημασία, πως δεν υπάρχει κοινωνική ευθύνη, και ότι το μόνο για το οποίο πρέπει να ενδιαφέρεται κανείς είναι να ζήσει μια «πλήρη ζωή». Οι άνθρωποι που παρακολουθούσαν τις εκπαιδεύσεις EST έβγαιναν από αυτές πεπεισμένοι ότι δεν ήταν εγωιστικό να σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους – ήταν το ύψιστο καθήκον τους. Το EST γνώρισε τεράστια επιτυχία. Τραγουδιστές, αστέρες του κινηματογράφου και εκατοντάδες χιλιάδες απλοί Αμερικανοί παρακολούθησαν τα σεμινάρια κατά την δεκαετία του 1970. Αλλά στην πορεία, η πολιτική ιδέα που είχαν ξεκινήσει οι μαθητές του Βίλχελμ Ράιχ άρχισε να εξαφανίζεται. Το αρχικό όραμα, ότι μέσα από την ανακάλυψη και την έκφραση του εαυτού σου θα γεννιόταν μια νέα κουλτούρα, μία κουλτούρα που θα αμφισβητούσε την εξουσία του κράτους, ξεθώριαζε. Αυτό που αναδυόταν ήταν η ιδέα ότι οι άνθρωποι μπορούσαν να είναι ευτυχισμένοι ως άτομα κλεισμένα στον εαυτό τους, και ότι η αλλαγή της κοινωνίας ήταν κάτι που δεν έπρεπε να τους ενδιαφέρει. Ένας από τους υποστηρικτές αυτής της ιδέας έγινε και ο Jerry Rubin, ο οποίος παραδόξως είχε ηγηθεί του λεγόμενου Yippie Party (άνηκε στην Νέα Αριστερά) το 1968, στην πορεία του Σικάγο. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο ο αμερικανικός καπιταλισμός αποφάσισε να παρέμβει και να βοηθήσει αυτά τα άτομα να εκφράσουν τον εαυτό τους, κερδίζοντας παράλληλα πολλά χρήματα. Το πρώτο πράγμα που θα έκαναν ήταν να βρουν έναν τρόπο να μπουν στο μυαλό τους για να ανακαλύψουν τι ήθελαν αυτοί οι νέοι άνθρωποι για να είναι ο εαυτός τους. Το Stanford Research Institute (SRI) στην Καλιφόρνια συνεργαζόταν με επιχειρήσεις και την κυβέρνηση. Το 1978, μια ομάδα οικονομολόγων και ψυχολόγων στο SRI αποφάσισε να βρει έναν τρόπο να διαβάσει, να μετρήσει και να ικανοποιήσει τις επιθυμίες αυτών των νέων, απρόβλεπτων καταναλωτών. Για να το πετύχει αυτό, το SRI στράφηκε για βοήθεια σε αυτούς που είχαν ξεκινήσει την απελευθέρωση του εαυτού. Συγκεκριμένα, σε έναν από τους ηγέτες του κινήματος των μαθητών του Ράιχ, έναν ψυχολόγο που ονομαζόταν Abraham Maslow. Παρατηρώντας το έργο του Ινστιτούτου 'Εσαλεν, ο Maslow εφυήρε ένα νέο σύστημα ψυχολογικών τύπων. Το ονόμασε «ιεραρχία των αναγκών», και περιέγραφε τα διαφορετικά συναισθηματικά στάδια που περνούσαν οι άνθρωποι καθώς απελευθέρωναν τα συναισθήματά τους. Στην κορυφή βρισκόταν η αυτοπραγμάτωση. Αυτό ήταν το σημείο στο οποίο τα άτομα γίνονταν πλήρως αυτοκαθοριζόμενα και απαλλαγμένα από την κοινωνία. Τα προϊόντα επίσης άρχιζαν να αλλάζουν παράλληλα με τον νέο τρόπο παραγωγής. Αντί της μαζικής τυποποιημένης παραγωγής ίδιων αγαθών, από εδώ και στο εξής θα παράγονται τα «εξατομικευμένα προϊόντα». Από το 1978 και μετά, ο αμερικανικός καπιταλισμός άλλαξε πνεύμα, και άρχισε να διαμορφώνει την «Ανοικτή Κοινωνία» που ονειρεύτηκε ο Karl Popper και ο Friedrich Hayek. Ο Νεοφιλελευθερισμός είχε γεννηθεί...


Η CIA και η Σχολή της Φρανκφούρτης

Μία ενδιαφέρουσα πτυχή της δραστηριότητας των φιλοσόφων της Σχολής της Φρανκφούρτης είναι η σχέση τους με την CIA. Ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του Ψυχρού Πολέμου, ήταν η προσπάθεια, από την πλευρά της φιλελεύθερης εξουσίας, να επαναπροσδιορίσει την Αριστερά, και να την μετατρέψει σε μια αντι-σταλινική και αντι-σοβιετική αριστερά. Έχει γίνει γνωστό από δημοσιεύματα και βιβλία, πως η CIA χρηματοδοτούσε μία σωρεία αριστερών αντι-σταλινικών προσωπικοτήτων και εκδόσεων , όπως για παράδειγμα το περιοδικό Encounter, το οποίο λάμβανε χιλιάδες δολάρια για μία σχεδόν δεκαετία από την CIA (Thomas W. Braden "I'm Glad the CIA is Immoral", Saturday Evening Post, 20th May 1967). Ένας σημαντικός φορέας για την πραγματοποίηση αυτών των δραστηριοτήτων ήταν το Congress of Cultural Freedom. Το περιεχόμενο που προωθούσε το CCF, ξεκινούσε από την Jazz και την αφηρημένη τέχνη (η οποία αντιπαρίσταντο του Σοβιετικού Ρεαλισμού, ο οποίος εθεωρείτο αυταρχικός και ελεγχόμενος) και έφτανε μέχρι την έκδοση αντισοβιετικών κειμένων που προέρχονταν τόσο από τα δεξιά, όσο και από τα αριστερά (ένα παράδειγμα είναι η αξιοποίηση του αριστεριστή George Orwell και των βιβλίων του). Η ιστορικός Frances Stonor Saunders αναφέρει πως «Το Κογκρέσο για την Πολιτιστική Ελευθερία υιοθέτησε τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό ως παράδειγμα της ελευθερίας της δυτικής τέχνης, σε αντίθεση με την περιοριστική και διδακτική τέχνη που προωθούσε η Σοβιετική Ένωση... Ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός προοριζόταν να συμβολίσει το πνεύμα του ατομικισμού και της ελευθερίας στη Δύση». ("Who Paid the Piper?: The CIA and the Cultural Cold War"σελ. 268). Στον τομέα της διανόησης γνωρίζουμε πως «[...] η CIA δημιούργησε ένα παγκόσμιο δίκτυο διανοουμένων που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη διάδοση της γοητείας του αμερικανικού πολιτισμού.» ("The CIA and the Cultural Cold War Revisited", Hugh Wilford, σελ.113). Έχοντας αυτά υπόψιν, ας επιστρέψουμε στην Σχολή της Φρανκφούρτης. Ο Μαρκούζε από το 1943 μέχρι το 1950 εργαζόταν εκ μέρους της αμερικανικής κυβέρνησης, σε γραφειοκρατικό πόστο της OSS (Office of Strategic Services). Το 1958 εκδίδει το βιβλίο "Soviet Marxism: A Critical Analysis", μέσω του οποίου ασκεί κριτική στην ιδεολογία του ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης. Ο συνάδελφος του Μαρκούζε και διευθυντής της σχολής, Μαξ Χορκχάιμερ συμμετείχε σε τουλάχιστον μία δεξίωση του CCF στο Αμβούργο (Giles Scott-Smith, “The Congress for Cultural Freedom, the End of Ideology, and the Milan Conference of 1955", Journal of Contemporary History, Vol. 37 No. 3: 437-455), ενώ ο Αντόρνο δημοσίευε στο περιοδικό "Der Monat", το οποίο χρηματοδοτήθηκε από τη CIA και ήταν το μεγαλύτερο περιοδικό του είδους του στην Ευρώπη, αποτελώντας πρότυπο για πολλές από τις άλλες εκδόσεις της Υπηρεσίας. Τα άρθρα του εμφανίστηκαν, επίσης, σε δύο άλλα περιοδικά της CIA: το "Encounter", που αναφέρθηκε προηγουμένως, και το "Tempo Presente". Λόγω της χρηματικής υποστήριξης που λάμβανε ο Χορκχάιμερ και η Σχολή από τις αμερικανικές υπηρεσίες, έφτασε στο σημείο να πει σε μία εκδήλωση στην Γερμανία το 1967 πως: «Στην Αμερική, όταν είναι αναγκαίο να διεξαχθεί ένας πόλεμος – και τώρα ακούστε με […] δεν πρόκειται τόσο για την υπεράσπιση της πατρίδας, αλλά ουσιαστικά για την υπεράσπιση του συντάγματος, την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου
Σαν να μην έφταναν αυτά, ο Αντόρνο κατά το 1956 συγγράφει μαζί με τον Χορκχάιμερ ένα άρθρο, στο οποίο υπερασπίζονται την ιμπεριαλιστική εισβολή των Βρετανών, των Ισραηλινών και των Γάλλων στην Νασσερική Αίγυπτο. Σε μία στιγμή απαράμιλλου εβραϊκού ζήλου, αναφέρονται στον Νάσσερ, ως «Φασίστα πολέμαρχο […] που συνωμοτεί με τη Μόσχα», συμπληρώνοντας πως: «Κανείς δεν τολμά να επισημάνει ότι αυτά τα αραβικά κράτη-ληστές αναζητούν εδώ και χρόνια μια ευκαιρία να επιτεθούν στο Ισραήλ και να σφαγιάσουν όλους τους Εβραίους που βρήκαν καταφύγιο εκεί.» (Stuart Jeffries, Grand Hotel Abyss, σελ. 297).  Αυτά αρκούν ως απάντηση στις θεωρίες διάφορων περσόνων της δεξιάς που ισχυρίζονταν όλα αυτά τα χρόνια πως η Σχολή της Φρανκφούρτης ήταν ένα από τα πολλά σχέδια της KGB, που είχε στόχο την κοινωνική διάλυση των ΗΠΑ και την επιβολή του κομμουνισμού. Μαντέψτε αγαπητοί συντηρητικοί... Την διάλυση την έφεραν οι ίδιοι οι καπιταλιστές που θαυμάζετε.


Ο "Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός" της ΕΣΣΔ



Ο Μάϊος του 1968 και η «Γαλλική Θεωρία»

Ο Μάης του 1968 αποτελεί κεντρικό ορόσημο για την διαμόρφωση του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου κόσμου. Πρόκειται για μια επέτειο, η οποία συνήθως εγκωμιάζεται ως η απαρχή μίας νέας εποχής: της εποχής του απελευθερωμένου και του πλήρως χειραφετημένου ατόμου. Θεωρείται μια εποποιία προοδευτισμού, η οποία αποτελεί την συναισθηματική και ηθική κληρονομιά της σύγχρονης αριστεράς. Παρόλα αυτά, όπως θα δούμε παρακάτω, ο νεοφιλελευθερισμός είναι στην πραγματικότητα ο αυθεντικός κληρονόμος του Μαϊου του 1968. 

«Οι υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισμού - γράφει ο Μεξικανός πολιτικός επιστήμων Fernando Escalente- αισθάνονταν πάντα, όπως και να έχει, επαναστάτες...είναι αδύνατον να μην διαβάζεις Χάγιεκ και να μην αισθάνεσαι κάποια στιγμή ότι είναι ο τελευταίος ελεύθερος άνθρωπος μέσα σε ένα κόσμο γεμάτο από τους εφιάλτες του Όργουελ ή του Χάξλεϋ. Το έργο του, όπως και το έργο του Popper, του Becker (Gary Becker) και του Buchanan, είναι γραμμένα εναντίον της τότε καθεστηκυίας τάξεως. Οι υπέρμαχοι του νεοφιλελευθερισμού πάντοτε ήθελαν να παρουσιάζονται ως επαναστάτες, εικονοκλάστες, υπερασπιστές της ελευθερίας απέναντι σε μία κατεστημένη γραφειοκρατική τάξη πραγμάτων, και για αυτό είναι πράγματι οι κληρονόμοι του πνεύματος διαμαρτυρίας της δεκαετίας του 1960.» (Fernando Escalente, El Neoliberalismo) 

Η ιστορία του Μαϊου του 1968 είναι γνωστή. Παρόλο που συνδέθηκε με μία σειρά σημαντικών κοινωνικών κινητοποιήσεων, μεταξύ άλλων, με την μεγαλύτερη γενική απεργία στην ιστορία της Ευρώπης, κατέληξε απλώς σε μερικές μεταρρυθμίσεις από τις γκωλικές αρχές, τις οποίες μάλιστα εφάρμοσε λόγω των διαπραγματεύσεων τους με το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας. Ο φοιτητόκοσμος της γενιάς των baby boomers από την άλλη, επέλεξε να επιδείξει την εχθρότητα του προς τον «συντηρητισμό» του ΚΚΓ. Στην ουσία ο Μάης του 1968 είναι ένα εισαγόμενο αμερικανικό προϊόν. Η υπεράσπιση της εργατικής τάξης εγκαταλείπεται, όπως και ο ιστορικός υλισμός, και εισάγεται ως στόχος η «ατομική αυθεντικότητα». Ήταν η ελευθεριακή (libertarian) και η ατομικιστή διάσταση αυτή που επισκίασε πλήρως τις υπόλοιπες συνιστώσες εκείνων των ημερών. Το «Ελευθεριακό '68», μονοπώλησε την δόξα και την εξουσία, μεταφέροντας το ιδεολογικό του φορτίο σε έναν καπιταλισμό που τότε βρισκόταν, σε μια διαδικασία «αλλαγής δέρματος». Ορθά είχε επισημάνει ο Μarcello Veneziani πως ο Μάης του 1968 «ήταν μία επανάσταση ενάντια στους γονείς, όχι ενάντια στα αφεντικά». Είναι χαρακτηριστικό το σύνθημα των φοιτητών των ημερών, επιβεβαιώνοντας όλα όσα έχουμε πει ως τώρα: «Απαγορεύεται το Απαγορεύεται!» 

Πέρα από την επιρροή που είχαν στην Νέα Αριστερά της Γαλλίας, οι εισαγόμενες εξ Αμερικής ιδέες, υπήρξαν και προσωπικότητες εντός Γαλλίας, που στην ουσία απομάκρυναν ακόμα περισσότερο την Νέα Αριστερά από την όποια «επαναστατικότητα» της είχε απομείνει, και έστρωσαν τον δρόμο προς την ενσωμάτωση του Μαϊου του 1968 στην νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Ο Μισέλ Φουκώ υπήρξε ίσως η σημαντικότερη προσωπικότητα και εκείνος που συνέβαλε περισσότερο στην ανάπτυξη της λεγόμενης «Γαλλικής Θεωρίας». Ονομάστηκε «Γαλλική Θεωρία» όταν οι Γάλλοι μεταστρουκτουραλιστές στοχαστές - Φουκώ, Ντεριντά, Μπαρτ (Barthes), Ντελέζ (Deleuze), Λακάν και Μπωντριγιάρ (Baudrillard)- αποβιβάστηκαν στις ΗΠΑ την δεκαετία του 1970. Ο Φουκώ σε όλη του την ζωή υπήρξε ένας στοχαστής απορροφημένος με το ζήτημα της εξουσίας. Το ζήτημα της εξουσίας είναι ο άξονας πέριξ του οποίου περιστρέφεται ολόκληρο το έργο του, στο οποίο σχεδόν όλα ερμηνεύονται από απόψεως εξουσίας ή του αγώνα για την εξουσία. Παρόλα αυτά, ο Φουκώ ήταν ένας μεταμοντέρνος φιλόσοφος, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούσε να διανοηθεί την εξουσία με την προσέγγιση της κλασικής πολιτικής φιλοσοφίας. Ο Φουκώ αποστρεφόταν τον Φασισμό, τον Μαρξισμό και γενικώς όλες τις περιεκτικές ερμηνείες. Ο πραγματικός εχθρός του Φουκώ όμως δεν ήταν ο καπιταλισμός, αλλά κάτι πολύ ευρύτερο. Ο εχθρός του Φουκώ ήταν το οτιδήποτε, από το κράτος και την κοινωνία μέχρι και το άτομο και το ασυνείδητο. Για τον μεταμοντέρνο Φουκώ η ιδέα ότι κάπου πρέπει να υπάρχουν όρια, είναι απορριπτέα. Ο Φουκώ ήταν εκείνος που απαιτούσε την απαλλαγή των παραφρόνων, των ομοφυλόφιλων και των φυλακισμένων από κάθε είδους αποκλεισμό και μονοσήμαντη κατηγοριοποίηση. Το ίδιο το Υποκείμενο, ήταν ο εχθρός για τον Φουκώ, δεδομένου ότι το άτομο στηρίζει την ύπαρξη του μέσω της ταυτότητος, που διαμορφώνεται από ένα σύνολο συλλογικών προσδιορισμών (έθνος, φυλή, φύλο κτλ.). Ο Φουκώ όπως και η «Γαλλική Θεωρία», οι «μεταμοντέρνες σπουδές» και ο «μετα-δομισμός» (post-structuralism), θα αποδομήσουν αυτές τις ταυτότητες και θα τις αντικαταστήσουν από ταυτότητες απροσδιόριστες και μεταβλητές. Ο Φουκώ είναι ο φιλόσοφος της «ρευστότητας». 

Παρά τις επιμέρους διαφορές, βλέπουμε πως οι θεωρίες του Μαρκούζε, του Βίλχελμ Ράιχ και του Erhard έρχονται σαν αλυσίδα και «δένουν» άριστα με τις μεταμοντέρνες ιδέες της «Γαλλικής Θεωρίας». Η δεκαετία του 1960 ήταν ένα δώρο στον καπιταλισμό. Η έμφαση της στο άτομο, ενίσχυσε την αγορά, και όχι την επανάσταση, η οποία είναι εγγενώς μια συλλογική πράξη. Στα τέλη του 1970 ο νεοφιλελευθερισμός παραμόνευε στην γωνία. Ήταν η εποχή κατά την οποία εμφανίστηκε ο Μίλτον Φρίντμαν και η Σχολή του Σικάγο, οι σεξουαλικές υποκουλτούρες, το LSD και η κοκαΐνη. Τα χρόνια της δεκαετίας του 1980 είναι τα χρόνια της «Γαλλικής Θεωρίας». Οι γενιές των δεκαετιών μεταξύ 1950 και 60, τα επόμενα έτη θα εκλέξουν τον Ρόναλντ Ρήγκαν και την Μάργκαρετ Θάτσερ. Κατά κάποιους αυτό συνιστά ένα παράδοξο, ενώ για άλλους συνιστά μια τρομερή απόδειξη της ιδεολογικής συνέπειας των baby boomers, οι οποίοι είχαν σαν στόχο την απελευθέρωση του ατόμου, αφού τελικά έχασαν και την πίστη τους στην όποια επανάσταση φαντάζονταν.


Η Νέα Αριστερά και ο Μάης του 68 υπό μαρξιστική κριτική


- O σοβιετικός δημοσιογράφος Eduard Rosenthal διατυπώνει τις απόψεις του πάνω στους Χίπηδες και την δυτική «κουλτούρα» (Αποσπάσματα από το βιβλίο «Στους Λαβύρινθους της Συνείδησης», Eduard Rosenthal, 1988)

«Ενα ἀπό τά πρόσωπα αὐτοῦ τοῦ βιβλίου διατύπωσε τή γνώμη, πώς τό κεφάλι μας στις μέρες μας χάνει πιά τήν προηγούμενη σημασία του. Καί χάνει καί τόν προορισμό του. Κι όλο περισσότερο μετατρέπεται σε κάτι σάν ντισκοτέκ, πού οι ρυθμοί της ἀναγκάζουν τά πόδια σέ μονότονα ποδοβολητά, ἐνῶ τό σῶμα τό υποχρεώνουν να λικνίζεται μέ σπαστικές κινήσεις. Καί πώς γενικά σε αντικατάσταση του «Homo sapiens», τοῦ σκεφτόμενου ἀνθρώπου, ἔρχεται ὁ «Homo ludens», ὁ ἄνθρωπος τῆς διασκέδασης.
Παρά τό ὀλοφάνερο γκροτέσκο, ο παραπάνω ισχυρισμός περιέχει κάποιο κόκκο αλήθειας. Υπάρχουν μερικοί στη Δύση, πού πολύ θά τό θελαν νά μετατρέψουν τά ένδιαφέροντα τοῦ ἀνθρώπου σε μονότονες χορευτικές φιγούρες, κι αὐτοί οἱ μερικοί-μερικοί κατέχουν αμύθητα πλούτη, συνεπῶς εἶναι καί πανίσχυροι. Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, τά πλούτη καί τή δύναμη, κάνουν ὅ,τι μποροῦν, ὥστε ὁ «Homo ludens» να γίνει πραγμα- τικότητα. Το θέμα εἶναι ἂν θά τό μπορέσουν αυτό, καί τοῦτο τό βιβλίο ἀποτελεῖ μιά προσπάθεια απάντησης στο παραπάνω ἐρώτημα.
Αὐτό τό βιβλίο συνεχίζει τό θέμα δυό άλλων βιβλίων πού προηγήθηκαν («Αναζητώντας ιδανικά», 1976, καί «Στήν έξου- σία τῶν ψευδαισθήσεων», 1978), καί μιλάνε γιά τήν ἀναζήτηση κοινωνικῶν ἰδανικῶν ἀπό τή δυτική νεολαία καί γιά τήν ἀντίδραση τῆς κυρίαρχης ιδεολογίας σ ̓ αὐτή τήν ἀναζήτηση [...]

[...] Ο Αλεξέι ἔψαλλε τόν ὕμνο τῆς ἀπολιτικότητας και τέλειωνε τό γράμμα του μέ τόν ισχυρισμό πώς ή νεολαία «δέ νοιάζεται γιά τήν πολιτική, τῆς χρειάζεται τό κάτι ἄλλο».

Τί εἶναι αὐτό τό «κάτι άλλο»; Ο Αλεξέι μᾶς λέει πώς είναι ή μουσική ρόκ, ή όποία «είναι ή πραγματική τέχνη», ή προσωποποίηση της «αυθόρμητης διαμαρτυρίας της προοδευτικής νεολαίας τῆς Δύσης κατά της μικροαστικής ψυχολογίας, είναι ο μοναδικός δρόμος έκφρασης της προσωπικότητας». Και τέλος ο ἐπιστολογράφος μας πληροφορούσε, ότι ψάχνει να βρεῖ (ἀλλά, δυστυχῶς, στα περίπτερα του «Σοβιετικού Τύπου» αὐτό δέν πουλιέται) τό πόστερ ενός ἀπό τά ινδάλματα τῆς μουσικῆς πόπ, του Μικ Τζάγκερ. Κι ότι, γενικά, είναι πρόθυμος να εκφράσει τη συμπάθειά του στη φιλοσοφία που κατάστρωσαν οι χίπιδες τῆς Δύσης».

Χωρίς ἀμφιβολία, ή τέτοια απομίμηση τῆς δυτικῆς μόδας έχει τις δικές της αιτίες. Ανθίζει αυτή ή απομίμηση, κατά κανόνα, ἐκεῖ, ὅπου ἡ νεολαία ζεῖ ἀνιαρά, ὅπου οι σπουδές καί ἡ ἐργασία θεωροῦνται ἀκόμα σάν ἀγγαρεία, ὅπου δέν ὑπάρχει ἐνδιαφέρον καί δέν δίνονται ή ψυχή καί τά αισθήματα στη δουλειά. Μέ δυό λόγια, ἐκεῖ ὅπου πρέπει να γεμίσουμε το πνευματικό καί ψυχικό κενό. Γιά τήν κατάσταση αυτή δεν φταίνε καθόλου μόνο οι νεαροί. Ο στόχος τοῦ ξεριζώματος τῶν αἰτιῶν πού γεννᾶνε τά φαινόμενα αὐτοῦ τοῦ εἴδους μπαίνει σήμερα στη χώρα μας μέ ιδιαίτερη οξύτητα. Αλλά στο θέμα αὐτό θά ἀναφερθούμε ξεχωριστά.
Διαφορετικά μπαίνει το θέμα στη Δύση. Εκείνες οι μορφές. με τις οποίες, κατά τη γνώμη της ίδιας της νεολαίας, εκφράζεται ή διαμαρτυρία ενάντια στις παραδοσιακές αστικές αξίες (εκείνη ή ίδια ή μουσική ρόκ, τα μακριά μαλλιά, τα πολύχρωμα κουρέλια), υιοθετοῦνται πρόθυμα ἀπό τούς ίδιους τους φορεῖς τῶν ἀστικῶν ἀξιῶν, ἀπό τήν ἄρχουσα τάξη, ρεκλαμάρονται, προβάλλονται: «Βλέπετε τί έλευθερίες έχουμε δῶ πέρα;! Διαμαρτυρήσου ὅσο θέλεις. Σε κανέναν δέν ἀπαγορεύονται αὐτά». Γιατί οἱ δίσκοι του Μικ Τζάγκερ, τοῦ Τζόνι Χαλιντέι καί τῶν ἄλλων εἰδώλων της μουσικής ποπ πολλαπλασιάζονται εκεί σε δεκάδες ἑκατομμύρια αντίτυπα; Ποιός ένδιαφέρεται γιά ὅλ ̓ αὐτά; Σίγουρα ὄχι οἱ νεαροί, ἀφοῦ ἁπλούστατα δέν έχουν τόσα λεφτά ὅσα χρειάζονται αυτές οι δουλειές. Ενδιαφέρονται οι μεγάλοι. Αὐτοί ήταν πού δημιούργησαν και παλιότερα το κίνημα των χίπιδων. Γιατί ὅμως;
Έχω συναντηθεί ως τώρα με πολλούς χίπιδες: αμερικάνους, γάλλους, σουηδούς, ολλανδούς. Γρατσούνιζαν τις κιθάρες τους, κάπνιζαν μαριχουάνα, έξυμνοῦσαν τόν ἔρωτα σε όλες του τις μορφές. Τους ρωτούσα τι θέλουνε. Εκείνοι μου εξηγούσαν τί δέν θέλουνε, μοῦ ἔλεγαν πώς διαμαρτύρονται ενάντια στο μικροαστισμό τῶν μεγάλων. Στο σπίτι τούς ἀνάγκαζαν νά πλένονται, να κουρεύονται, να μαθαίνουν πῶς νά βγάζουν λεφτά.  ̓Ενῶ ἡ χίπικη ζωή τούς ἔδινε τήν απόλυτη έλευθερία: νά μήν πλένονται καί νά μή σπουδάζουν, ν ̓ ἀφήνουν τά μαλλιά τους μακριά ὥς τά πισινά τοῦ μπλουτζήν, καί νά μιλᾶνε ἀτέλειωτα, ὡς το βράχνιασμα, γιά τήν ἐπανάσταση. Λέγανε και ξαναλέγανε πώς δέν θέλουν νά ὑπηρετοῦν τόν καπιταλισμό ὅπως οἱ γονεῖς τους, καί γι ̓ αὐτό ἀποφάσιζαν να φύγουν όριστικά ἀπό τήν κοινωνία.

Στήν ἀρχή ὅλα ἐκεῖνα μοῦ κινοῦσαν τό ἐνδιαφέρον, αργότερα τά βαρέθηκα. Ωστόσο, ὅλο καί προσπαθοῦσα νά καταλάβω: Λοιπόν, αὐτοί, ἔφυγαν ἀπό τήν κοινωνία, αλλά τί σκοπεύουν να κάνουν παραπέρα; "Ομως ποτέ δεν πήρα ἀπάντηση σ' αυτό μου τό ἐρώτημα.
Στο σημεῖο αὐτό ἐπωφελοῦμαι ἀπό τήν εὐκαιρία, γιά νά ικανοποιήσω τήν παράκληση τῶν ἀναγνωστῶν μου, ἐκείνων πού ενδιαφέρθηκαν να μάθουν τί ἀπόγινε το κίνημα των χίπιδων, ἐκείνων πού θέλουν νά μάθουν σε ποιά κατάσταση βρίσκεται σήμερα αὐτό τό κίνημα. Βρίσκεται στην πιο θλιβερή κατάσταση. Τό νά συναντήσεις σήμερα έναν πραγματικό χίπι είναι πολύ δύσκολο.  ́Εγώ τά κατάφερα να συναντήσω έναν. Τόν είδα στον σιδηροδρομικό σταθμό του Εδιμβούργου. Μόλις εἶδαν ἐκεῖνο τό ξωτικό, ἀκόμα καί οἱ φλεγματικοί Σκωτσέζοι ἄνοιξαν διάπλατα το στόμα, καί συμμαζεύοντας μέ τά χέρια τους τίς φούστες τους, μήν τύχει καί ἀγγίξουν πάνω στο φρικιό, προσπαθοῦσαν νά τό προσπεράσουν ἀπό ἀπόσταση. Τυλιγμένος σ' ἕνα ξεθωριασμένο μεξικάνικο πόντσο, ο χίπις καθόταν καμπουριασμένος στο άδειανό παγκάκι τοῦ σταθμοῦ, δίπλα του έστεκε γιά παρέα του ἕνας μεγάλος γυλιός μέ δεμένη πάνω μιά στραπατσαρισμένη κιθάρα. Κι αυτή είχε πάνω της κολλημένο τό εθνικό έμβλημα τῆς Ελβετίας: ἕναν κόκκινο σταυρό σε άσπρο φόντο. Πλησίασα ἐκεῖνο τὸν ἀναχωρητή:
– Χίπις;
Γύρισε πρός τή μεριά μου τή φάτσα του, πού περισσότερο έμοιαζε μέ τοπίο χορταριασμένης ζούγκλας, καί πού ἀνάμεσα σε κείνο το τοπίο διακρίνονταν δυό ἀνήσυχα μάτια καί ἡ ἄκρη τῆς ξεφλουδισμένης μύτης. Χωρίς να περιμένω απάντηση, τον ξαναρώτησα.
- Σβίτς; Κι αμέσως διόρθωσα στα γαλλικά: Σουΐς; Ελβετός:  ̓Εκεῖνος έγνεψε ανόρεχτα κι εγώ συνέχισα νά τοῦ μπαίνω: - Από τη Γενεύη; Το Νεσατέλ; Το Μαρτινί;
Μουρμούρισε άχνά.
- Απ ́το Νταλεμόν.
Πάντως τά κατάφερα νά τόν κάνω να κουβεντιάσει μαζί μου. Εἶν ̓ ἀλήθεια πώς τό λεξιλόγιο εκείνου τοῦ χίπι μου, αποδείχτηκε πολύ φτωχό. Καί δικαιολογημένα: στα τόσα χρόνια πού έλειπε ἀπό τό σπίτι του, σπάνια τοῦ τύχαινε να μιλήσει γαλλικά. Ο Ζάν-Μπατίστ, ἔτσι λεγόταν ο νέος μου γνώριμος, είχε περιπλανηθεί ἀρκετά στον κόσμο. Αλλά στο τέλος έσμιξε μ ́ ένα γκρούπ ἄλλων, σάν κι αὐτόν, περιπλανώμενων, καί βρέθηκε μαζί τους στίς  ̓Ανδεις τοῦ Περού, στην πόλη Κούσκο, χτισμένη πάνω στα ἐρείπια τῆς ἀρχαίας πρωτεύουσας τῶν Ινκας. Πόσοι ἦταν στην παρέα του; Περίπου χίλια άτομα. Τί ἔκαναν ἐκεῖ; Τεμπέλιαζαν σκοτώνοντας άνιαρά τήν ὥρα, ρουφοῦσαν τό «απαίσιο τσίτσα» – ντόπια μπύρα ἀπό καλαμπόκι, χαζεύανε κοιτώντας τους τουρίστες. Πῶς ἐπιβίωναν; Στέκονταν καί τούς φωτογράφιζαν μέ πληρωμή οι τουρίστες, τούς πουλούσαν ημιπολύτιμα πετράδια «τσακίρας», πού τά βρίσκανε ανασκαλεύοντας τά νεκροταφεία.
Η πιο συχνή λέξη στο φτωχό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούσε στην κουβέντα μας ὁ Ζάν-Μπατίστ ήταν ή λέξη «φρίκ» που στην αργκό τους σημαίνει «λεφτά». Το συμπέρασμα ἀπό ὅλη ἐκείνη τή διήγησή του, ήταν πώς ὁλόκληρη ή ζωή τῶν χίπιδων άποτελοῦσε μιά μόνιμη αναζήτηση χρημάτων. Γιά νά καλμάρουν τή μόνιμη πείνα, γιά να αγοράσουν χασίσι, μαριχουάνα, ηρωίνη, κοκαΐνη. Πολλοί δέν άντεξαν ἐκείνη τή ζωή, μερικοί πέθαναν στις εξαντλητικές πορείες στα βουνά, ἄλλοι ἀπό τήν ὑπερβολική χρήση ναρκωτικών.

Τόν ρώτησα, πῶς βλέπει τό μέλλον τῶν χίπιδων;

Χίπι μπάστα. Μαρασμός. Τό έχουνε ρίξει στο σέξ. Στις πέτρες τοῦ ναοῦ τοῦ Ηλιου. "Ένας γκρίνγκο (αμερικάνος) φαντάστηκε τόν ἑαυτό του κόνδορα καί πήδησε «πετώντας» σ' ένα βάραθρο. Οι ντόπιοι χωρικοί μᾶς περιφρονοῦν. Μιά φορά ἡ ἀστυνομία ἔπιασε τους πιο βρώμικους. Τούς έπλυνε, τούς κούρεψε, καί τούς έδιωξε ἀπό τή χώρα. Εμένα δέ μέ πειράξανε, ἤμουνα από κείνους πού τούς θεώρησαν καθαρούς.
Από τη συνέχιση τῆς διήγησης έμαθα πώς ο χίπις είχε πουλήσει τή φωτογραφική του μηχανή, τό μοναδικό αντικείμενο πού τοῦ εἶχε ἀπομείνει ἀπό τό σπίτι του, καί κατέβηκε στον κάμπο. Τά κατάφερε να φτάσει κάποτε στη Λίμα, καί μέ τό πρῶτο αεροπλάνο ἔφυγε γιά τό Λονδίνο. Στη Σκωτία μένει ένας φίλος του, γιός πλούσιων γονιών, πού τόν είχε γνωρίσει τότε που χιπάριζαν μαζί. Ο φίλος ἐκεῖνος είχε παρατήσει νωρίτερα τήν αλήτικη ζωή κι είχε γυρίσει σπίτι του.
Καί νά, πού τώρα ὁ Ζάν-Μπατίστ αποφάσισε νά μή βιαστεί, πρός τό παρόν, να γυρίσει στο δικό του σπίτι, άλλά «νά τή βγάλει λίγο» στην έπαυλη τοῦ παλιόφιλου. Στην ερώτησή μου, τί σκοπεύει να κάνει αργότερα, μοῦ ἀπάντησε κοφτά:
- Θά ξυριστῶ πρῶτα, κι ὕστερα βλέπουμε.
Κι ἐκεῖ χωρίσαμε.
Ετσι, λοιπόν, τό μαζικό κίνημα τῶν χίπιδων, πού μερικές φορές μάζευε ἀκόμα καί μισό εκατομμύριο κόσμο, όπως τότε στο φεστιβάλ τοῦ Γούντστοκ, κατάληξε να σκορπίσει σε μοναχικούς περιπλανώμενους, πού δέν ξέρουν τί νά κάνουν, πῶς νά γεμίσουν τη ζωή τους. Το κίνημα, πού ἀπ ̓ την πρώτη αρχή του θεμελιώθηκε πάνω στην παθητική διαμαρτυρία, από την ίδια του ἐκείνη τήν ἀρχή είχε καταδικαστεί σε θάνατο. Σήμερα ἐκεῖνο τό κίνημα δέν ὑπάρχει πιά, τά φαγε τά ψωμιά του.
Πράγμα πού δέν μποροῦμε νά τό ποῦμε γιά τή μόδα τοῦ ρόκ καί τά εἴδωλά της, πού συνεχίζουν να διαμαρτύρονται ἐνάντια στον μικροαστικό τρόπο ζωῆς μέ τά μέσα τῆς «ὀργισμένης» μουσικῆς. Πάντως, δεν χρειάζεται νά 'μαι κανένας προφήτης γιά να προβλέψω, πώς καί ἡ ρόκ διαμαρτυρία δέν έχει μπροστά της πολλά χρόνια ζωής. Έτυχε μιά φορά να κουβεντιάσω στη Γενεύη μέ τό ἴδιο τόν Μικ Τζάγκερ, αὐτόν πού τό πόστερ του ψάχνει νά βρεῖ ὁ  ̓Αλεξέι ὁ Γκρίζος. Στην κουβέντα μας, ο Μίκ Τζάγκερ μοῦ λεγε τά ἴδια ἐκεῖνα λόγια πού τραγουδάει στούς ροκάδικους αυτοσχεδιασμούς του, κατηγορούσε το μικροαστισμό της μπουρζουάδικης κοινωνίας, καί τή μπουρζουάδικη νεολαία. Εκείνος μιλοῦσε κι ἐγώ τον κοίταζα στο στόμα, ὅπου σέ ἐνα ἀπό τά δόντια τοῦ εἰδώλου άστραφτε ένα αληθινό μπριγιάν. Ο Μίκ πρόσεξε την περιέργειά μου, καί μοῦ ἐξήγησε μέ αύταρέσκεια:
-
Πρώτα είχα βάλει ένα σμαράγδι, αλλά ητανε πολύ νεκρό πετράδι, ὕστερα έβαλα ρουμπίνι, πού όμως έμοιαζε σαν σταγόνα αἷμα, ἐνῶ τοῦτο τό διαμάντι εἶναι ὅ,τι πρέπει. Αστράφτει! Ετσι;
Εγώ συμφώνησα, και σκέφτηκα πώς ή επιθυμία να εντυπωσιάσεις ὅλους τούς ἄλλους, νά τούς συγκλονίσεις (ἔστω καί μέ τό τοποθετημένο στο δόντι μπριγιάν), νά τούς φτύσεις ὅλους κατάμουτρα, είναι κι αὐτό ὁ ἴδιος ἐκεῖνος μικροαστισμός ἀπ' τήν ἀνάποδη. Είναι τό ἴδιο ἐκεῖνο πού ὁ Μίκ τό καταδικάζει στα ὀργισμένα τραγούδια του.

Θα πρέπει, ωστόσο, νά ἀναγνωρίσουμε τήν ἱκανότητα τῶν ἀφεντικῶν τῆς Δύσης.  ̓Αντιλήφθηκαν γρήγορα, πώς τά παχιά λόγια, ἀκόμα καί τά πιό ὀργισμένα, δέν τούς ἀπειλοῦν μέ τίποτα καί πώς, ἀντίθετα, την ξεκουφαντική ρόκ μουσική, όπως παλιότερα και την ήπια φιλοσοφία τῶν χίπιδων, θά μποροῦσαν νά τή χρησιμοποιήσουν σαν καλό αλεξικέραυνο.»



-Κριτική στον Μάιο του 1968 από τον Μισέλ Κλουσκάρ ( Michel Clouscard ) 


Ο Μισέλ Κλουσκάρ υπήρξε ο πρώτος που ανέλυσε τον Μάιο του 1968 ως μία «φιλελεύθερη αντεπανάσταση». Όλος αυτός ο λόγος με το μαρκουζιανό αποτύπωμα δεν ήταν τίποτα περισσότερο παρά ένα μέσον για τους ελευθεριακούς καταναλωτές της μεσαίας τάξης που τους παρείχε πρόσβαση σε μία ναρκισσιστική «επαναστατική» υπόσταση. Σύμφωνα με τον Κλουσκάρ ο καπιταλισμός της εποχής του Σχεδίου Μάρσαλ και της «ένδοξης τριακονταετίας», οργανώθηκε σύμφωνα με ένα καταναλωτικό πρότυπο, βασισμένο στην εκπαίδευση του πληθυσμού ως εξής: άλλους να τους κάνει να αγαπήσουν την κατανάλωση, και άλλους να την ονειρεύονται. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, ήταν επιτακτική ανάγκη η επίσπευση της διάλυσης των παλαιών αστικών αξιών (πχ. προτεσταντική ηθική, αποταμίευση, προσπάθεια κτλ.), και η καθιέρωση ενός ηδονιστικού και ανεκτικού μοντέλου. Μόνο μέσα από αυτή την οπτική είναι δυνατόν να κατανοήσουμε την χρησιμότητα των φιλοσόφων του '68: Ο Μαρκούζε με την νέα του «τάξη της λίμπιντο», ο Ντελέζ με τις «μηχανές επιθυμιών», ο Φουκώ με την θεωρία του περί σεξουαλικότητας. Όλοι τους θα προετοιμάσουν το έδαφος μέσω πολιτισμικών διεργασιών, ώστε να παρουσιαστεί ως επαναστατικό, ένα καταναλωτικό μοντέλο που ανταποκρίνετο μονάχα στον αρριβισμό των μεσαίων τάξεων.
Επιπλέον ο Κλουσκάρ καταδεικνύει πώς από την δεκαετία του 1960 και έπειτα, είναι η «η εξουσία πλέον αυτή που αποπλανεί και επινοεί - παράγει την λίμπιντο» (Aymeric Monville, Neocapitalism according to Michel Clouscard, σελ. 25). Η τελευταία είναι απαραίτητη φυσικά για την δημιουργία μίας «αγοράς επιθυμιών». Παρόλα αυτά η μετάβαση σε αυτό το στάδιο της αγοράς, χρειαζόταν μια απαραίτητη ρήξη με τον «παλαιό κόσμο». Αυτό ήταν, κατά τον Κλουσκάρ, το ιστορικό καθήκον των «επαναστατών» όλων των αποχρώσεων που πολλαπλασιάστηκαν από την δεκαετία του 1960 και μετά, και συνεχίζουν μέχρι τις ημέρες μας να εξυπηρετούν τον σκοπό αυτό. Εύστοχα σημειώνει ο Κλουσκάρ στο βιβλίο του πως «το άγριο θηρίο», αχαλίνωτο και αχόρταγο, είναι η εικόνα που επιλέγει ο Χέγκελ για να περιγράψει την αστική κοινωνία όταν αυτή λειτουργεί μόνο ως μία αγορά, και πως όταν η ηγεμονία του φιλελευθερισμού (ή του νεοφιλελευθερισμού) πραγματοποιείται, τότε η καπιταλιστική χειραγώγηση γίνεται πανίσχυρη (Le Capitalisme de la Seduction, Michel Clouscard, 1981, σελ. 14 & 24). Προς το τέλος της ζωής του ο Clouscard αναγνώρισε την σημασία της οργανικής συλλογικής κοινότητας, λέγοντας πως «Το κράτος ήταν η υπερδομική αρχή της καπιταλιστικής καταπίεσης. Γι’ αυτό ο Μαρξ το καταγγέλλει. Σήμερα όμως, με την παγκοσμιοποίηση, η αντιστροφή είναι πλήρης. Ενώ το κράτος-έθνος θα μπορούσε να είναι το μέσο καταπίεσης μιας τάξης από μια άλλη, γίνεται το μέσο αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση. Είναι μια διαλεκτική διαδικασία.» (Critique of Libertarian Liberalism, σελ. 141)




Αναλογιζόμενοι την τωρινή πολιτική κατάσταση και τις εκφάνσεις της νεοαριστεράς στις μέρες μας, είναι απαραίτητη μία συνεπής κριτική εκ μέρους της Τρίτης Θέσης. Λαμβάνοντας υπόψιν τις πληροφορίες που παρουσιάστηκαν, φαίνεται ξεκάθαρο πως αυτό που ονομάζεται Woke Agenda σήμερα, δεν πρόκειται για κάποια πολύχρονη συνομωσία μαρξιστών στην Δύση. Στην πραγματικότητα η ανάπτυξη της νεοαριστεράς ως ιδεολογικό και κοινωνικό φαινόμενο, συμπίπτει με τις ιδεολογικές και οικονομικές διεργασίες των δυτικών κοινωνιών από την βιομηχανική επανάσταση μέχρι τις ημέρες μας. Όχι μόνο η Νέα Αριστερά δεν υπήρξε προϊόν συνομωσίας, αλλά γνωρίζοντας πως μέλη του SDS ήταν κατά τις μέγιστες εκτιμήσεις, ένα 20-25% του συνολικού ποσοστού των φοιτητών στις ΗΠΑ, η ιδεολογική και κοινωνική αλλαγή δεν επήλθε από τις πιέσεις του κινήματος αυτού, αλλά από τον ίδιο τον εξουσιαστικό φιλελευθερισμό. Όχι μόνον η Νέα Αριστερά δεν πέτυχε κάποια επανάσταση, αλλά η φιλοσοφία που ανέπτυξε, κατέληξε σε έναν μαζικό ναρκισσισμό και μία ατομικιστική μανία. Η απάθεια που χαρακτήριζε τους γονείς των baby boomers, έγινε χαρακτηριστικό και των τελευταίων με την απομάκρυνση τους από το κοινωνικό πλαίσιο και την επικέντρωση σε εσωτερικά ζητήματα. Ο καταναλωτισμός όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά έφτασε τα ύψη του, μετατρέποντας ακόμη και την "αντικουλτούρα" σε εμπόρευμα. Στις ημέρες μας, η Νέα Αριστερά έχει απομακρυνθεί από αυτές τις πρώτες ιδέες της Σχολής της Φρανκφούρτης, και έχει καταντήσει η προσωποποίηση του συστήματος. Πλέον δεν αποτελούν την "Νέα Αριστερά" αλλά μία φουρνιά ριζοσπαστών φιλελευθέρων (radical liberals), οι οποίοι πρακτικά συνιστούν δυνάμεις συντηρητικές, από την άποψη ότι είναι εκείνοι που στέκονται ως άγρυπνοι φρουροί, με στόχο την προστασία της αστικής δημοκρατίας, της πολιτικής ορθότητας, της καθεστηκυίας ιδεολογίας, του παρόντος οικονομικού συστήματος. Ο όρος «πολιτιστικός μαρξισμός» δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και είναι ξεπερασμένος. Η Σοβιετική Ένωση σήμερα δεν υπάρχει, κύριοι συντηρητικοί. Δεν βρισκόμαστε προ των πυλών «της κατάληψης των μεσών παραγωγής από τις εργατικές μάζες» (αμήν). Επειδή λοιπόν στον κόσμο των ιδεών δεν υπάρχει άσπρο - μαύρο, το άρθρο αυτό γράφτηκε με σκοπό να εμπλουτίσει το ήδη υπάρχον ιδεολογικό περιεχόμενο, προκειμένου να γίνει δυνατός ο πόλεμος εναντίον του φιλελευθερισμού. Αυτό όμως προϋποθέτει εν τέλει, τον ακριβή προσδιορισμό του εχθρού...

Κλείνω το άρθρο με τα λόγια του Adriano Erriguel:


«Η μεταμοντέρνα Αριστερά είναι ο πολιορκητικός κριός της κοινωνικής μηχανικής της εξουσίας. Είναι ο σημαιοφόρος του πολιτισμικού νεοφιλελευθερισμού. [...] Με την ριζοσπαστική της φρασεολογία και τις ανατρεπτικές της πόζες, η μεταμοντέρνα Αριστερά είναι τόσο επικίνδυνη για τον νεοφιλελευθερισμό όσο και ένα γατάκι Βεγγάλης. Η μεταμοντέρνα Αριστερά είναι η πολιτιστική πορεία του Συστήματος. [...] 
Η Αριστερά ταυτίζεται όλο και περισσότερο με τα στελέχη της ιθύνουσας πολιτικής τάξεως και με την προνομιούχο αριστοκρατία, ενώ τα αισθήματα ανασφάλειας και αγωνίας των κατώτερων τάξεων βρίσκουν καταφύγιο στα «λαϊκιστικά» κόμματα. Κόμματα για τα οποία το «προοδευτικό» κατεστημένο εκφράζει την περιφρόνηση του κατά τρόπο συστηματικό και σκαιό. Μία τέτοια εκδήλωση ματαιοδοξίας και περιφρόνησης προς τις λαϊκές τάξεις θυμίζει την συμπεριφορά των μελών της αριστοκρατίας λίγο καιρό προτού ξεσπάσει η Γαλλική Επανάσταση. Στην συνέχεια, όπως είναι γνωστό, πολλά ήταν εκείνα τα μέλη που παρήλασαν από την γκιλοτίνα...» 





*Ἡ ἔννοια τῆς ἀλλοτριώσεως (ἀποξενώσεως) στὸν Μάρξ ἔχει μία πολλαπλή σημασία. Ο Μαρξ ἐπεξεργάζεται τὴν ἀλλοτρίωση για πρώτη φορὰ στὰ οἰκονομικά καὶ φιλοσοφικά του χειρόγραφα τὸ 1844 καὶ ἐκεῖ διαπιστώνει τέσσερις μορφές ἀλλοτριώσεως τοῦ ἐργάτη: α) τὴν ἀποξένωσή του ἀπὸ τὸ προϊόν τῆς ἐργασίας του, β) τὴν ἀποξένωσή του ἀπὸ τὴν διαδικασία τῆς ἐργασίας του, γ) τὴν ἀποξένωση του ἀπὸ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό, δ) τὴν ἀποξένωσή του ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἐργάτες. Γιὰ μιὰ ἀναλυτικὴ παρουσίαση βλ. ενδεικτικῶς Istvan Meszaros, «Η θεωρία τοῦ Μὰρξ γιὰ τὴν ἀλλοτρίωση»



** Η πραγμοποίηση ἀποτελεῖ κοινωνικό φαινόμενο, τὸ ὁποῖο ἐμφανίζεται στὴν σφαίρα τῶν ἐμπορευματικῶν σχέσεων καὶ συνίσταται στο γεγονός ότι ἐν προκειμένω μια σχέση μεταξὺ ἀνθρώπων, διὰ τῆς διαμεσολαβήσεως τῶν ἐμπορευματικῶν ἀντικειμένων, προσλαμβάνει φαινομενικῶς τὸν χαρακτήρα τῆς σχέσεως μεταξύ πραγμάτων καὶ ἔτσι ἀποκτᾶ ἕναν δῆθεν ἀντικειμενικό χαρακτήρα, συγκαλύπτοντας τὴν ἀνθρώπινη σχέση, ἡ ὁποία ὑποκρύπτεται στην ἀνταλλαγὴ ἐμπορευμάτων. Μὲ ἄλλα λόγια, οἱ σχέσεις μεταξὺ ἀνθρώπων που πραγματοποιοῦνται μέσω τῆς ἀνταλλαγῆς ἀντικειμένων (εἴτε μὲ ἄμεσο τρόπο είτε μὲ τὴν μεσολάβηση του χρήματος) ἀντιστρέφονται καὶ προβάλλονται ὡς σχέσεις μεταξὺ πραγμάτων. Το φαινόμενο αὐτὸ προσλαμβάνει καθολικό χαρακτήρα στην καπιταλιστική κοινωνία, στὴν ὁποία ἐπικρατεῖ ἡ γενικευμένη παραγωγή ἀγαθῶν πρὸς πώληση, δηλαδὴ ἐμπορευμάτων.