Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

Μία συνοπτική ιστορία του Φιλελευθερισμού μέσα από το έργο του Kurt Hancke

Η αφορμή της απόφασης μου να μεταφράσω μέρος από το αξιοσημείωτο έργο του Kurt Hancke σχετικά με την ιστορία του φιλελευθερισμού στην Ευρώπη, υπήρξε μία διαπίστωση που έγινε πριν από κάποιο καιρό, πως ο πολιτικός χώρος που υποτίθεται πρεσβεύει τον πολιτικό και φιλοσοφικό ρομαντισμό, και ως εκ τούτου διακατέχεται από μία αντίθεση στις φιλελεύθερες αξίες, δεν γνωρίζει το παραμικρό για τον εχθρό του. Προκειμένου να πολεμήσει κανείς έναν εχθρό αποτελεσματικά οφείλει αρχικά να γνωρίζει ποιος είναι και έπειτα να ερευνήσει τι πρεσβεύει ώστε να υπάρξει μία σταδιακή αποκαθήλωση των ιδεών του εχθρού αυτού. Φυσικά αυτό προϋποθέτει επίγνωση της εξ εαυτού προαγόμενης ιδεολογίας, αλλά αυτή είναι μία διαφορετική και μεγάλη συζήτηση. Πάραυτα, πρέπει κάποια στιγμή να έρθει η ώρα των απαντήσεων και ο φιλελευθερισμός να τεθεί υπό δημοσία και σοβαρή κριτική, σε σύγχρονα όμως πλαίσια και επί των τωρινών του μορφών.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα


Ο Kurt Hancke γεννήθηκε στο Χάγκεν της Βεστφαλίας στις 13 Ιουλίου του 1911. Από μικρή ηλικία ανέπτυξε ενδιαφέρον για όλους τους τομείς της τέχνης και του πολιτισμού, αλλά ιδιαίτερη κλίση είχε προς την γερμανική ποίηση. Σπούδασε γερμανική ιστορία και ιστορία της λογοτεχνίας στα πανεπιστήμια του Tübingen, του Μονάχου και του Βερολίνου. Στην προσπάθεια του να κατανοήσει πλήρως τις πτυχές τα αρχαίων κλασσικών κειμένων, μαθαίνει ελληνικά. Αυτές οι σπουδές συνέβαλαν στην ανάπτυξη του ενδιαφέροντος του και για την ενασχόληση με την φιλοσοφία. Το 1935 παρουσιάζει το πρώτο αποτέλεσμα των μελετών του στην φιλοσοφία, μέσω διατριβής του με τίτλο «Η σύλληψη της μοίρας στον γερμανικό ανορθολογισμό του δέκατου όγδοου αιώνα».

Το εθνικοσοσιαλιστικό ιδεολογικό ρεύμα και τα μεγάλα γεγονότα της εποχής του έθεσαν το καθήκον όχι μόνο να ακολουθήσει τον δρόμο της επιστημονικής έρευνας, αλλά και της προσωπικής στρατιωτικής καταξίωσης. Έτσι ο Hancke εντάσσεται στα Ες Ες, εντός των οποίων βρήκε ένα προσωπικό καταφύγιο και μία αφετηρία για την έναρξη της έρευνας του επί της ιστορίας των ιδεών μιας και λόγω των εκτεταμένων γνώσεων του τοποθετήθηκε στο τμήμα "Gegnerforschung" της Yπηρεσίας Ασφαλείας (SD). Το ξέσπασμα του πολέμου συνέπεσε με την δημοσίευση του βιβλίου του με τίτλο «Deutscher Aufstand Gegen den Westen» («Η Γερμανική Εξέγερση εναντίον της Δύσης») . Ο Hancke συμμετείχε στην εκστρατεία εναντίον της Γαλλίας ως υπολοχαγός και έπειτα στο Ανατολικό Μέτωπο εναντίον της ΕΣΣΔ. Τρείς μέρες μετά την έναρξη της εισβολής στην Σοβιετική Ένωση, στις 25 Ιουνίου 1941, έπεσε ως επικεφαλής μιας αναγνωριστικής μονάδας της τεθωρακισμένης μεραρχίας του μπροστά από το Σομπότνικι. «Ο υπολοχαγός Χάνκε» -γράφει ο διοικητής του λόχου του- «που είχε θέσει τις μεγάλες πνευματικές του ικανότητες στην υπηρεσία της εθνικοσοσιαλιστικής ιδέας, κάνει τώρα την τελική και μεγαλύτερη θυσία για αυτήν την ιδέα». Το έργο του Hancke, από το οποίο θα παρατεθούν τα παρακάτω αποσπάσματα, αποτελεί συλλογή κειμένων του συγγραφέα που δημοσιεύτηκαν από τον συνάδελφο του Franz Alfred Six με τον τίτλο «Beiträge zur Entstehungsgeschichte des europäischen Liberalismus» (Συμβολή στην έρευνα για την προέλευση του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού). 


«1. ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΉ-ΙΣΤΟΡΙΚΉ ΕΞΈΛΙΞΗ ΤΟΥ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΎ»

Ο φιλελευθερισμός αποτελεί την θεμελιώδη ιδεολογική και πολιτική στάση η οποία, βασιζόμενη στην απελευθέρωση του ατόμου, καθιστά τα ατομικά δικαιώματα ως το νόημα της ιστορίας και το Άτομο ως το πρότυπο της κοινωνικής ζωής. Η μεγάλη ρήξη του φιλελευθερισμού με την ευρωπαϊκή πολιτιστική ανάπτυξη πραγματοποιήθηκε στη Γαλλική Επανάσταση του 1789, από όπου και επηρέασε ολόκληρο τον 19ο αιώνα και την προπολεμική περίοδο. Σήμερα χαρακτηρίζει την συνασπισμό των λεγόμενων «μεγάλων δημοκρατιών» έναντι των λεγόμενων «αυταρχικών κρατών». Ο τεκτονισμός έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ιδεολογική διαμόρφωση και εφαρμογή του φιλελευθερισμού, καθώς αποτελούσε εξαρχής μέρος της εσωτερικής ουσίας του τεκτονισμού, μαζί με τον ντεϊσμό και τον ατομικισμό (ως μέρος του Διαφωτισμού εν τω συνόλω του).
Ο σύγχρονος φιλελευθερισμός έχει την ίδια προέλευση με τον ατομικισμό, δηλαδή η ιδεολογική του θεμελίωση εντοπίζεται στην θεωρητική ανακάλυψη και αναγνώριση της ύπαρξης του Ανεξάρτητου Ατόμου. Ο φιλελευθερισμός και ο ατομικισμός μπορούν επομένως να θεωρηθούν ως δύο διαφορετικές πτυχές της ίδιας διαδικασίας από την άποψη της ιστορικής εξέλιξης, και υπάρχει γενική συμφωνία ότι ο φιλελευθερισμός πρέπει να θεωρηθεί ουσιαστικά ένα πολιτικό φαινόμενο, ενώ ο ατομικισμός πρέπει να τοποθετηθεί στην ηθική και πολιτιστική σφαίρα. Από αυτή την άποψη, καθίσταται σαφές ότι ο πολιτικός φιλελευθερισμός έχει επί της ουσίας μία ιδιαίτερη παράδοση, η οποία επανειλημμένα υιοθετείται και στις σύγχρονες αιτιολογήσεις του: μπορεί να αναχθεί στον ελληνισμό, ο οποίος στη συνέχεια αποτελεί την κοινή πηγή για τις ύστερες ρωμαϊκές και χριστιανικές θεωρίες περί του κράτους. Είναι η ελληνιστική, ιδίως η στωική ιδέα του φυσικού δικαίου (lex naturae) από την οποία αναδύεται η θεωρητική θεμελίωση μιας φιλελεύθερης αντίληψης της ζωής, αρχικά σε ασυνείδητο επίπεδο ως ιδεολογική συνέχεια και αργότερα με συνειδητή προσφυγή σε αυτήν. Το φυσικό δίκαιο είναι το εγγενές θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου στην προσωπική ελευθερία και ακεραιότητα. Το δικαίωμα αυτό υφίσταται ανεξάρτητα από το «θετικό» δίκαιο, δηλαδή το αντίστοιχο δίκαιο ενός συγκεκριμένου κρατικού συντάγματος που πραγματώνεται μέσω της νομοθεσίας. Η ουτοπική ιστορική εικόνα μιας περασμένης χρυσής εποχής, η οποία φέρει ήδη τα ίδια χαρακτηριστικά της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης με τη μεταγενέστερη έκδοσή της τον 18ο αιώνα, εμφανίζεται κατά τον τρόπο αυτό στις ελληνικές της καταβολές. Το μοντέλο ενός κοσμοπολίτικου κόσμου γενικού φιλελεύθερου εξισωτισμού επιστρέφει τότε επίσης (τον 18ο αιώνα), αν και χωρίς τον μοναρχικό χαρακτήρα που είχε αρχικά ως αποτέλεσμα των ρωμαϊκών συνθηκών.
Η ελληνιστική ιδέα του φυσικού δικαίου, και ιδίως η διάκριση μεταξύ αυτού και του θετικού δικαίου, υιοθετήθηκε από τον πρώιμο χριστιανισμό κατά την προσαρμογή του στις νομικές συνθήκες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και διατηρήθηκε ως τέτοια παρά τον εσωτερικό μετασχηματισμό: ενσωματώθηκε ειδικά στην μεσαιωνική προσωποκρατία (Personalism), η οποία ήταν προετοιμασμένη για την υιοθέτηση της ιδεολογίας του φυσικού δικαίου λόγω των βιβλικών-παυλικιανών θεμελίων της. Το φυσικό δίκαιο έγινε έτσι θεϊκό θέσφατο και επεκτάθηκε ως ένας καθαγιασμός της αθάνατης ατομικής ψυχής, δηλαδή της Ατομικότητας που μεταβαίνει στην μετά τον θάνατο ζωή. Ταυτόχρονα, όμως, το δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος προίκισε το θετικό δίκαιο της ανθρώπινης κοινωνικής τάξης με μία θεϊκώς επικυρωμένη εκτελεστική εξουσία. Απόρροια του δυϊσμού αυτού, ήταν η διαίρεση του δικαίου, το οποίο αναδιαμορφώθηκε από τη χριστιανική θεωρία περί της κοινότηταες: την ιδέα μιας «κοινότητας» που περιλαμβάνει όλους τους πιστούς στον ουρανό και στη γη, η οποία ως «μυστηριακό σώμα του Χριστού» εκπληρώνει την πραγματική της ουσία στο επέκεινα, αλλά βρίσκει την πραγμάτωσή της στην εκκλησία και την πολιτική της μορφή στη θεοκρατική παγκόσμια τάξη. Η υπερβατική κοινότητα της πίστης αποτελεί το χώρο ενός μεσαιωνικού «δυτικού» πολιτισμού, στο μέτρο που έχει πράγματι και βάσει φυλετικών ουσιών εξελιχθεί σε κοινοτικό πολιτισμό. Η υπερβατική κοινότητα της πίστης αποτελεί το χώρο ενός μεσαιωνικού «δυτικού» πολιτισμού, στο μέτρο που έχει πράγματι και βάσει φυλετικών ουσιών εξελιχθεί σε κοινοτικό πολιτισμό.[...]
Παρόλο που ο Μεσαίωνας, όσο βρισκόταν υπό την αδιάλειπτη επιρροή του Χριστιανισμού, δεν γνώρισε τον φιλελευθερισμό και μάλλον αντιπροσώπευε το συχνά εγκωμιασμένο αντίθετο της σύγχρονης φιλελεύθερης σκέψης, η παλιά, ατομοκεντρική φιλελεύθερη σκέψη δεν χάθηκε ποτέ, αλλά μόνο ενσωματώθηκε σε εκκλησιαστικές, πολιτικές και κοινωνικές μορφές, οι οποίες, με την προοδευτική αποδοχή της κλασικής αρχαιότητας, μπορούσαν να δικαιολογηθούν και με άλλα θεωρητικά μέσα (εξού και ο μεσαιωνικός πλουραλισμός των τάξεων με τη βοήθεια της σκέψης του Αριστοτέλη). Στην ουσία, ο αρχικός φιλελευθερισμός συνέχισε να επηρεάζει και κυρίως παρείχε το κίνητρο για όλες τις μεσαιωνικές αιρέσεις και τις εκκλησιαστικο-πολιτικές σέχτες. Έτσι, και η πιο σημαντική επίθεση κατά της κυρίαρχης εκκλησιαστικής άποψης, δηλαδή η φραγκισκανική και νομιναλιστική επανάσταση του 12ου και 13ου αιώνα, πρέπει να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της λανθάνουσας συνέχειας του φιλελευθερισμού. Εδώ, όμως, πραγματοποιήθηκε η αποφασιστική ανατροπή του «γενικού», του «αφηρημένου» και του «υπερβατικού» υπέρ του «ατομικού», του «συγκεκριμένου» και του «εγκόσμιου», μια στροφή που επέτρεψε και προετοίμασε όλες τις καθοριστικές τάσεις της νεωτερικότητας. [...] Ωστόσο, από την εποχή του Γουλιέλμου του Όκκαμ, του μεγαλύτερου νομιναλιστή και προάγγελο του κοσμικού φιλελευθερισμού, όλες οι μετέπειτα εξελίξεις βασίστηκαν στον νομιναλισμό. (Ο Λωκ εξακολουθούσε να εκπαιδεύεται στον Όκκαμ και ο Λάιμπνιτς ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του καριέρα με μια νομιναλιστική ομολογία πίστεως.)

Παράλληλα με αυτή την πνευματική διαμόρφωση, πραγματοποιήθηκε και μία πολιτικο-κοινωνική αναδιάρθρωση της μεσαιωνικής κοινωνίας: Το Ράιχ διαλύθηκε, καθώς η καθολική αρχή αντικαταστάθηκε από τις εθνικές τάσεις των ευρωπαϊκών λαών και τις εδαφικές τάσεις των γερμανικών περιοχών. Οι υλικές βάσεις της κοινωνίας αναδιαμορφώθηκαν στην εποχή των Σταυροφοριών: δίπλα στην πρωτογενή παραγωγή εμφανίστηκε η επεξεργασία και η διακίνηση αγαθών. Αναδύθηκε η νέα κοινωνική τάξη των αστών, η οποία στις πολιτικές της εκφάνσεις ήδη ανέπτυξε σαφείς προδρομικές μορφές του πολιτικού φιλελευθερισμού και έθεσε τις προϋποθέσεις για τον πρώιμο καπιταλισμό και τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Η ενίσχυση της εθνικής και τοπικιστικής συνείδησης απέναντι στην καθολική κυριαρχία της Αυτοκρατορίας και της Εκκλησίας ευνόησε την εκκοσμίκευση του πολιτισμού και προώθησε περαιτέρω την πνευματική εξάλειψη του Μεσαίωνα. Η Αναγέννηση και η Μεταρρύθμιση σηματοδοτούν την αυγή της νέας εποχής. Οι δύο κατευθύνσεις στις οποίες εκδηλώθηκε η ανατροπή του Μεσαίωνα: ο φιλελευθερισμός ως ατομικισμός του Ατόμου και ο Απολυταρχισμός ως ατομικισμός του πολιτικού (του κατά τόπου) ηγεμόνα  συνυπάρχουν θεωρητικά στο έργο του Νικολό Μακιαβέλι (1469-1527), ο οποίος, βάσει των πρακτικών πολιτικών εμπειριών του, σχεδίασε το πρότυπο του Απόλυτου Ηγεμόνα. Ο Μακιαβέλι λειτούργησε με γνώμονα το πολιτικό και ιδεολογικό περιβάλλον της εποχής του, το οποίο καθοριζόταν από τον μεσαιωνικό παρτικουλαρισμό των ιταλικών πόλεων-κρατών και τον ακραίο ατομικισμό της ιταλικής Αναγέννησης (μέσω της διδασκαλίας του "Uomo universale"). Το κύριο επίτευγμα του Μακιαβέλι συνίσταται στην ριζική εκκοσμίκευση της πολιτικής σκέψης, στην για πρώτη φορά απροκατάληπτη και απαλλαγμένη από ψευδαισθήσεις ανάπτυξη των αρχών της Ρεαλπολιτίκ, που αντιπροσωπεύουν την οριστική υπέρβαση του μεσαιωνικού ηθικού συστήματος. Συχνά παραβλέπεται, ωστόσο, ότι στο εγχειρίδιό του για τον ηγεμόνα (Il Principe) ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στις σύγχρονες του καταστάσεις, ενώ σε άλλα έργα του (Discorsi Sopra La Prima Decade Di Tito Livio) δηλώνει πίστη σε όλα τα ιδανικά του αστικού φιλελευθερισμού. Για την αντίληψη του η οποία είναι θεμελιωμένη στην Ρεαλπολιτίκ αυτό δεν συνιστά αντίφαση.
Κατά αυτόν τον τρόπο ο Μακιαβέλι δεν ανήκει μόνο στους πρώτους μεταχριστιανικούς στοχαστές του κράτους και στους ατομιστές, αλλά και με μία στενότερη έννοια στους θεωρητικούς του πολιτικού φιλελευθερισμού. Ταυτόχρονα, ο Thomas More (1478-1535), μακριά από κάθε πολιτική εμπειρία, πραγματεύεται στο έργο του «Ουτοπία» (με το οποίο αρχίζει η ιστορία της έννοιας της ουτοπίας, όχι όμως με το ίδιο νόημα που είχε αποδοθεί από τον Πλάτωνα, ο οποίος ήταν πρότυπο για τον More) έναν εξισωτικό σοσιαλισμό και την απόλυτη ανεκτικότητα στα θρησκευτικά ζητήματα. Από αυτό εξαιρέθηκαν τα απόλυτα δόγματα της θείας πρόνοιας και της αθανασίας.

Ακόμη και στον Προτεσταντισμό, αν και αρχικά υποστήριζε για λόγους τακτικής κάθε μορφή εξουσίας, η νομιναλιστική παράδοση επικράτησε, όπως άλλωστε και η θεμελιώδης φιλελεύθερη απαίτηση για ελευθερία της σκέψης και της συνείδησης, στην οποία ο Λούθηρος είχε βρει έναν από τους ισχυρότερους συνηγόρους του. Είναι αξιοσημείωτο ότι με τον ίδιο τρόπο, αν και για διαφορετικούς λόγους, οι πρώτοι Ιησουίτες της Αντιμεταρρύθμισης (Suarez, Mariana και κυρίως ο Bellarmin) προέταξαν την πολιτική ελευθερία και ακόμη και το δικαίωμα μιας φιλελεύθερης επανάστασης.

Η σκέψη του Jean Bodin (1530-1596), του πρώτου συστηματικού στοχαστή της νεότερης θεωρίας του κράτους, εκτυλίσσεται με διαφορετικό τρόπο από αυτήν του Μακιαβέλι, αλλά περιστρέφεται επίσης γύρω από την ανεκτικότητα και την ελευθερία της συνείδησης. Στο εντυπωσιακό έργο του, αν και μόνο μυστικά διαδοθέν, το "Colloquium heptaplomeres" (επτάλογος διάλογος, εκδ. Schwerin 1857), ανάγει επτά θρησκευτικά δόγματα σε μια φυσική πρωτοθρησκεία.¹ Προλαβαίνοντας τις σκέψεις του μεταγενέστερου δεϊσμού και του Διαφωτισμού (Lessing), θεμελιώνει με έναν καινοτόμο τρόπο την πολιτική απαίτηση για ανεκτικότητα. Αναλόγως, βλέπει το ιδανικό κράτος σε μια συνταγματική μοναρχία με προσεκτικά περιορισμένες αρμοδιότητες και ευθύνες.

Στη Γερμανία, ήταν ο Johann Althusius (1557-1638) που υιοθέτησε τις θεμελιώδεις ιδέες του φιλελευθερισμού με τη νεωτερική έννοια και από τη σκοπιά της κρατικής θεωρίας. Ως εχθρός κάθε μοναρχίας, ζητούσε μία δημοκρατία γενικής αδελφοσύνης, λαϊκής κυριαρχίας και λαϊκής εκτελεστικής εξουσίας. Η σχέση του λαού με την πολιτική του ηγεσία ρυθμίζεται, όπως αργότερα στον Ρουσσώ, μέσω συμβολαίου. Ο Ολλανδός Hugo Grotius (1583-1645) ήταν ο πρώτος που συνειδητά επανήλθε στο προχριστιανικό φυσικό δίκαιο και βασιζόμενος σε αυτό, θεμελίωσε το σύγχρονο φιλελεύθερο διεθνές δίκαιο (De jure belli et pacis, 1625). Εδώ το κληρονομούμενο δικαίωμα του ατόμου αναφέρεται σε μια επιταγή φυσικής λογικής, την οποία δεν μπορεί να αλλάξει ούτε ο ίδιος ο Θεός, και έτσι απογυμνώνεται από τη χριστιανική επιρροή. Κατά αναλογία, θεμελιώνεται ένα φυσικό δίκαιο των εθνών, που επίσης πηγάζει από αναγκαίες φυσικές συνθήκες και διαχωρίζει τα έθνη όπως τα άτομα σε μια φιλελεύθερη κοινότητα. Ο Grotius διαφοροποιεί το ατομικιστικό-διεθνές φυσικό δίκαιο ως ανθρώπινο δικαίωμα (jus humanum) σε αντίθεση με τις διδασκαλίες της Βίβλου και της Εκκλησίας που προβάλλουν ισχυρισμούς εκ του Θεού προερχόμενους. Δημιουργείται έτσι μια σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ του φυσικού, ιστορικού και καθαρά ανθρώπινου τομέα και του υπερφυσικού, το οποίο από τότε χάνει ολοένα και περισσότερο την επιρροή του στην πρακτική διαμόρφωση της ζωής. Οι σκέψεις για τις πολιτικές συμφωνίες, την ανοχή και την ανθρωπότητα εμφανίζονται ήδη στον Γκροτίους στην πλήρη ιδεολογική τους μορφή. 

Στην Αγγλία, την ίδια εποχή, συντελείται η σύνθεση της σύγχρονης φιλελεύθερης σκέψης με το θρησκευτικό σύστημα του Ντεϊσμού. Ο θεολογικός ιδρυτής του Ντεϊσμού, Herbert του Cherbury (1581-1648), ο οποίος ανήκε στην κοινοβουλευτική αντιπολίτευση της αγγλικής κυβέρνησης, θεμελίωσε παράλληλα την εσωτερικά αγγλική ιδέα του πολιτικού φιλελευθερισμού, ο οποίος είχε ήδη προπαρασκευαστεί σε συγκεκριμένες μορφές πολιτικής έκφανσης από την «Μεγάλη Χάρτα των Ελευθεριών» (1215). Η αφετηρία των αντιλήψεων του βρίσκεται στην αποδοχή εγγενών ιδεών που είναι κοινές σε όλους τους ανθρώπους. Εκτός από τις θεολογικές συνέπειες που έχει μία τέτοια διαπίστωση, καταλήγει στο ότι και τα θεμελιώδη δικαιώματα της φιλελεύθερης προσωπικότητας, ως εγγενείς ιδέες, είναι ανεξάρτητα από υπερφυσικές επιδράσεις, αλλά και από συγκεκριμένες ιστορικές διαφορές, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν οικουμενική και γενική ισχύ.

Η ουτοπική κατεύθυνση του Thomas More συνεχίζεται από τον Francis Bacon (1531-1626). Σύμφωνα με τη λογική του εμπειρισμού, που αποσκοπεί να γίνει το νέο εργαλείο γνώσης (Novum Organum scientiarum, 1612), σκιαγραφείται η εικόνα μίας δημοκρατίας, στην οποία κεντρική θέση κατέχει μία εκκλησία της προοδευτικής επιστήμης (Nova Atlantis). Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως η παραπάνω περιγραφή, έχει συνδεθεί με τον επερχόμενο ελευθεροτεκτονισμό, καθώς ο Μπέικον εθεωρείτο επικεφαλής μυστικής κοινωνίας (βλ. H. Pott, Francis Bacon and his Secret Society, Λονδίνο 1892).

Ο σημαντικότερος πολιτικός στοχαστής της εποχής αυτής είναι ο Thomas Hobbes (1588-1679), που θυμίζει τον Μακιαβέλι με την ρεαλιστική του, χωρίς αυταπάτες στάση και όπως ο προηγούμενος, είναι και ο ίδιος θεωρητικός του απολυταρχισμού. Το βασικό χαρακτηριστικό της θεωρίας του έγκειται στη συνεπή εφαρμογή της μηχανιστικής αρχής (που είχε αναπτύξει η μετα-μεσαιωνική φυσική επιστήμη σε συνδυασμό με τον πρώιμο ρασιοναλισμό του Descartes) στα πολιτικά ζητήματα. Το κράτος παρουσιάζεται ως μια δαιμονική μηχανή ακατανίκητης βίας (The Leviathan, Λονδίνο 1651). Ωστόσο, ο Hobbes, όπως και ο Μακιαβέλι, ανήκει στην παράδοση του φιλελευθερισμού: η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου καθίσταται ο τελικός πυρήνας όλων των ελευθεριακών θεωριών του κράτους, με τη μορφή που ευνοούσε ιδιαίτερα την αρνητική εξέλιξη του φιλελευθερισμού: είναι μια συμφωνία μεταξύ πλήρως απομονωμένων ατόμων, που βρίσκονται σε πόλεμο μεταξύ τους, με σκοπό μόνο την εξωτερική ασφάλεια (από αυτή τη βάση προκύπτουν αργότερα οι έντονες φιλελεύθερες θεωρίες του γαλλικού 18ου αιώνα, που προμήθευσαν το ιδεολογικό οπλοστάσιο της Γαλλικής Επανάστασης). 

Παράλληλα ο ισπανο-εβραίος Baruch Spinoza (1632-1677) συνέχισε με την "Θεολογικοπολιτική Πραγματεία" (1670) του,  ένα θεμελιώδες έργο του φιλελευθερισμού. Ο Spinoza, ανέτρεψε την σχέση μεταξύ του ατόμου και του κράτους που παρουσίασε ο Hobbes και καθόρισε την φιλελεύθερη επιθυμία για λιγότερη κρατική εξουσία ως τον κύριο φορέα και μέτρο της κοινωνικής ζωής και παρείχε μια εξίσου παθιασμένη όσο και ανεμπόδιστη θεμελίωση της απόλυτης ελευθερίας. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να συμφωνήσει με τον απολυταρχισμό του Hobbes και κατέληξε στις ρεπουμπλικανικές αντιλήψεις στην τελευταία του εργασία, την "Πολιτική Πραγματεία". 

Ως διάδοχος του Hobbes και αντίπαλος του φιλελευθερισμού (ιδιαίτερα της ιησουιτικής πολιτικής θεωρίας του Μπελαρμίνου), αξίζει να αναφερθεί ο Robert Filmer, που προήγαγε μία ιδιαίτερη επανίδρυση του θεϊκού δικαιώματος της αγγλικής μοναρχίας (Patriarcha or The Natural Power of Kings, 1680). Ο Filmer ανήγαγε το δικαίωμα των βασιλέων από την Βίβλο, ως πατριαρχικό δικαίωμα που ξεκινά από τον Αδάμ. Αυτή η θεωρία έγινε αφορμή για δύο σημαντικές απαντήσεις του αγγλικού φιλελευθερισμού: Ο Algernon Sidney (πέθανε το 1683) χαρακτήρισε τη θεωρία του Φίλμερ ως αντιχριστιανική και ισχυρίστηκε ότι η Βίβλος συνηγορεί υπέρ της κυριαρχίας του λαού. 
Ο John Locke (1632-1704), ο σημαντικότερος στοχαστής της Αγγλίας, αν και ανώνυμα, αντέτεινε ως απάντηση εναντίον του Filmer δύο πραγματείες για την πολιτική διακυβέρνηση και δικαιολόγησε μέσω αυτών την Μεγάλη Επανάσταση του 1688 (Two Treatises of Government, 1690). Ακόμη πιο σημαντικά για την ανάπτυξη του φιλελευθερισμού ήταν οι Επιστολές του Locke σχετικά με την έννοια της ανεκτικότητας (1683-1704), στις οποίες απαιτούσε την πλήρη ανοχή όλων των απόψεων και υποστήριξε ιδιαίτερα την χειραφέτηση των Εβραίων. Στα μάτια του Locke το Κράτος ήταν απλώς μία ελεύθερη ένωση συμφερόντων χωρίς ανώτερες εξουσίες. Η επιχειρηματολογία του ακολουθεί πλήρως τη λογική του μελλοντικού συνταγματισμού (Constitutionalism). 

Ενώ μέχρι περίπου το 1700 ο φιλελευθερισμός προχωρούσε ως κοινή ευρωπαϊκή κίνηση, τώρα αρχίζουν να εμφανίζονται εθνικές διαφορές στην θεωρητική εξέλιξη. Μέχρι τότε ιδεολογικός πρωτοπόρος του φιλελευθερισμού υπήρξε η Αγγλία ενώ κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα την σκυτάλη αναλαμβάνει η Γαλλία. 

Για τον αγγλικό φιλελευθερισμό, ο θεολογικο-φιλοσοφικός ντεϊσμός, έγινε ιδιαίτερα σημαντικός για την περαιτέρω ανάπτυξη των φιλελεύθερων αντιλήψεων: οι βασικές αρχές της απόλυτης ανεκτικότητας, της λογικής και του νατουραλισμού, της οικουμενικής ανθρώπινης ηθικής ως υψίστη αξία και η προαγωγή του ανθρωπισμού ως τελικό στόχο του ιστορικού γίγνεσθαι, αποτελούν κομμάτι τόσο του Ντεϊσμού όσο και του πολιτικού φιλελευθερισμού.

Επεκτάσεις αυτών των απόψεων φαίνονται στον Mandeville, ο οποίος, επιχείρησε να δικαιολογήσει τα ελαττώματα και την τεμπελιά. Το έργο του, το «Βασίλειο των Μελισσών» (The Fable of the Bees, 1704), το οποίο παρουσίασε ως πρότυπο, αποτελεί πολιτική υπεράσπιση του φιλελεύθερου ατομικισμού και διακρίνεται για την έντονη αποποίηση της ηθικής. 

Μία ιδιαίτερη πτυχή του Ντεϊσμού αποτελεί ο Λόρδος Bollingbroke (1678-1751), ο οποίος όριζε τον Ντεϊσμό ως την θρησκεία μιας προνομιούχου ελίτ, ενώ όμως παράλληλα  επιθυμούσε να διατηρήσει τη δογματική θρησκεία ως εξουσιαστικό εργαλείο ("instrumentum regni") δια του οποίου θα χειραγωγούνταν οι λαϊκές μάζες.

Μια άλλη εξέλιξη, που είχε τις ρίζες της στη Γαλλία, οδήγησε τον Adam Smith στην πρώτη αγγλική θεωρία του οικονομικού φιλελευθερισμού (An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations, 1776). Ο Smith ανέπτυξε, ξεπερνώντας τους Γάλλους φυσιοκράτες, ένα σύστημα ελεύθερης καπιταλιστικής οικονομίας βασισμένο σε φυσικούς νόμους.

Κατά την αλλαγή του 17ου αιώνα στην Γαλλία, ο Vauban (Projet d’une dime
royale, 1707) και ο Boisquillebert (De la Franke, 1697) αναπτύσσουν τις πρώτες αρχές μιας φυσιοκρατικής οικονομικής αντίληψης: η οικονομία, σύμφωνα με τις μηχανιστικές τάσεις του Διαφωτισμού, γίνεται αντιληπτή ως μια μηχανική αιτιακή αλληλουχία, και οι νόμοι της θεωρούνται κατά τρόπον τινά φυσικοί νόμοι, τους οποίους ο οικονομολόγος οφείλει να ανακαλύψει. Σε αυτήν την ιδεολογική τάση αργότερα συγκαταλέγονται οι εξής οικονομολόγοι: ο Quesnay, ο Gournay (ο οποίος δημιούργησε τη φράση "Laissez faire, laissez passer"), ο de Nemours και ο Turgot (διδάσκαλος του Adam Smith). Στόχος αυτής της κίνησης είναι η πλήρης απελευθέρωση της οικονομικής ζωής (σε αντίθεση με τον μερκαντιλισμό και παρόμοια οικονομικά συστήματα), ενώ η άποψη επί των οικονομικών θεμελίων (Γη, Εργασία, Κεφάλαιο) μεταβάλλεται.

Στο γενικό πλαίσιο του φιλελευθερισμού ανήκουν ο Αββάς ντε Σεν Πιερ, ως συγγραφέας της ιδέας για την Κοινωνία των Εθνών, και ο Μαρκήσιος ντ'Αρζανσόν, ο οποίος υπερασπίζεται τη συμμετοχή του λαού στη διακυβέρνηση και αντιμάχεται την αριστοκρατία.

Στη Γερμανία, η εξάπλωση του φιλελευθερισμού προήλθε επίσης από την συνειδητή υιοθέτηση των ιδεολογιών του φυσικού δικαίου. Έχοντας σαν αφετηρία τον Grotius και τον Hobbes, των οποίων τις διδασκαλίες προσπάθησε να συμφιλιώσει, ο Samuel Puffendorf ανέπτυξε ένα σύστημα φυσικού δικαίου, το οποίο αρχικά αποσύνδεσε τελείως από κάθε θεολογική επιρροή, και έπειτα το θεμελίωσε στο ηθικό πλαίσιο του φυσικού δικαίου του Διαφωτισμού, έχοντας ως βάση την την εμπειρική παρατήρηση. Στην θεωρία του Puffendorf περιλαμβάνονται αναγκαστικά και οι ιδέες της ανεκτικότητας και του κοινωνικού συμβολαίου.

Για την Ιταλία πρέπει να σημειωθεί ότι, από την Αναγέννηση και μετά, δεν ανέπτυξε ιδιαίτερο φιλελευθερισμό. Αντίθετα, εδώ εμφανίστηκε μια αντίθετη κίνηση, η οποία, από τον Campanella (1568-1639) έως τον Giambatista Vico (1668-1697), αποτελεί μια συνεκτική παράδοση που αργότερα έγινε σημαντική για τη θεωρητική θεμελίωση του φασιστικού αντιφιλελευθερισμού.


Στο μεταξύ, με τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, ο φιλελευθερισμός, ο οποίος μέχρι τότε είχε παραμείνει κυρίως θεωρητικός, βρήκε την πρακτική του εφαρμογή.
 Ο Βολταίρος (1694-1778), ο οποίος από νεαρή ηλικία ήταν προσκολλημένος στον φιλελευθερισμό και είχε μελετήσει τις πολιτικές του προεκτάσεις στην Αγγλία, υπήρξε ίσως ο πιο βασικός κήρυκας των ιδεών του Διαφωτισμού. Η προπαγάνδα του κορυφώθηκε με την συνεχώς επαναλαμβανόμενη έκκληση για ισότητα και ελευθερία. 

Ο Μοντεσκιέ (1689-1755) δημιούργησε με το έργο του "Το Πνεύμα των Νόμων" (L'esprit des lois, 1748) το θεμελιώδες εγχειρίδιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, το οποίο εφαρμόστηκε τόσο στην Αμερική όσο και στη Γαλλία. Ανέλυσε την εξουσία της κυβέρνησης σε επιμέρους τμήματα – τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία – και τις συνέδεσε με τέτοιο τρόπο ώστε να αλληλοεμποδίζονται και να αλληλοενισχύονται ταυτόχρονα (Στο πνεύμα του διαφωτιστικού μηχανισμού, παρουσίασε το ρολόι ως το πρότυπο του κρατικού του συστήματος). Αυτή η αρχή της διάκρισης των εξουσιών αποτελεί από τότε θεμελιώδες στοιχείο κάθε φιλελεύθερου πολιτεύματος.

Ο Ρουσσώ (1712-1778) παρουσίασε μια συνολική θεωρία του Κοινωνικού Συμβολαίου, η οποία συνένωσε όλα τα στοιχεία της σχετικής θεωρητικής παράδοσης (Le contrat social, 1762). Βάσει του συμβολαίου μεταξύ των κυβερνώντων και των κυβερνωμένων, ο Ρουσσώ έδωσε θεωρητικά στο λαό το δικαίωμα να καθορίζει ο ίδιος το σύνταγμα και τους νόμους του. Η λαϊκή αντιπροσώπευση πρέπει επίσης, σύμφωνα με αυτόν, να τελεί υπό τη διαρκή επίβλεψη της ισότιμης μάζας των κυβερνωμένων.

Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, η οποία ήρθε ως εκπλήρωση των παλαιότερων φιλελεύθερων απαιτήσεων, που επανεμφανίστηκαν σε όλες τις θεωρίες του φιλελευθερισμού, έθεσε τέλος σε όλες τις ιστορικές τάξεις εξουσίας και στα παραδοσιακά δικαιώματα στη Γαλλία (27 Αυγούστου 1789). Η πορεία της φιλελεύθερης επανάστασης οδήγησε αναπόφευκτα σε μια ιδεολογική και πολιτική αντίδραση, η οποία καθόρισε την πρώιμη περίοδο του 19ου αιώνα, που συνοψίζεται στο ευρωπαϊκό κίνημα της λεγόμενης Παλινόρθωσης (1815-1830).

Απέναντι στην ανάπτυξη του λεγόμενου κράτους δικαίου, που βασίζεται στον φιλελευθερισμό και στο φυσικό δίκαιο, αντιτάχθηκε η αρχή της αποκατάστασης της παράδοσης, της διατήρησης του υφιστάμενου και της «νομιμότητας» των παραδοσιακών οργάνων εξουσίας, όπως αυτή θεμελιώθηκε από τη ρομαντική αντίληψη της ιστορίας (Legitimismus).
Νέες κοινωνικές θεωρίες, που αντιτίθεντο στον οικονομικό φιλελευθερισμό, εμφανίστηκαν, δίνοντας έμφαση σε έναν μεταφυσικό εθνικισμό (όπως το έργο του Fichte "Το Κλειστό Εμπορικό Κράτος") ή σε προφιλελεύθερες μορφές εξουσίας (όπως το έργο του Νοβάλις "Ο Χριστιανισμός ή η Ευρώπη") και στράφηκαν ενάντια στον Smith και στις φυσιοκρατικές και οικονομιστικές θεωρίες της κοινωνίας και της οικονομίας.

Ακόμα και κατά τον 19ο αιώνα, η αντιφιλελεύθερη αντίδραση συνεχίστηκε. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η αντίδραση εμπνεύστηκε και καθοδηγήθηκε από το γερμανικό κίνημα γύρω στο 1800: ο Herder, η ρομαντική φιλοσοφία, ο γερμανικός ιδεαλισμός και η Ιστορική Σχολή αντέκρουσαν τις ιδέες περί  φυσικού δικαίου, της δημοκρατικής προόδου και της μηχανιστικής κατασκευής του κράτους μέσω των οργανικών θεωριών και εκείνων της εξελικτικής διαφοροποίησης. Οι απόψεις περί ενός οργανικού εθνικού συνόλου και της «ολότητας» του βίου, κατέλυσαν το σύστημα του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού, μέσα στο οποίο και η Γερμανία βρισκόταν μέχρι τότε παγιδευμένη.

Ωστόσο, οι πολιτικές αλλαγές εμπόδισαν την πλήρη επίδραση του γερμανικού αντιφιλελευθερισμού. Με την ξαφνική και ανεξέλεγκτη εξάπλωση της βιομηχανοποίησης, η οποία στηρίχθηκε επί του πνεύματος του οικονομικού φιλελευθερισμού, σημειώθηκε μια εκ νέου δυτικοποίηση της Γερμανίας. Αυτή οδήγησε στη νίκη του συνταγματισμού αφενός και στην ενίσχυση του σοσιαλισμού αφετέρου. Κατά τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε μια διχασμένη φύση στον χαρακτήρα του Δευτέρου Ράιχ: Ένα ανακάτεμα των παλιών ρομαντικών γερμανικών ιδεών με τον  ρεαλισμό της υλικής ευμάρειας και της φιλελεύθερης οικονομικής μεγαλομανίας. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτό οδήγησε σε μια μεταβατική περίοδο μιας φιλελεύθερης γερμανικής δημοκρατίας, χτισμένη κατά τα δυτικά πρότυπα.

Σημειώσεις

¹ Όταν ο Ζαν Μποντέν "ανάγει επτά θρησκευτικά δόγματα σε μια φυσική πρωτοθρησκεία", εννοείται ότι στον «Επτάλογό» του (Colloquium heptaplomeres) ο Μποντέν αναλύει επτά διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις και τις συνδέει με μια κοινή, φυσική θρησκεία που θεωρείται η βάση όλων τους. Αυτή η "φυσική πρωτοθρησκεία" αναφέρεται σε μια θεμελιώδη, καθολική θρησκευτική αρχή που θεωρείται ότι είναι κοινή σε όλες τις θρησκείες και προϋπήρχε αυτών. Μέσω αυτής της προσέγγισης, ο Μποντέν επιδιώκει να προάγει την ιδέα της ανεκτικότητας, δείχνοντας ότι, παρά τις επιφανειακές διαφορές, οι θρησκείες έχουν μια κοινή βάση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου