Δευτέρα 9 Αυγούστου 2021

Η Οικονομική και Κοινωνική Πολιτική στον Εθνικοσοσιαλισμό (Μέρος Β')


 Όπως είδαμε στο προηγούμενο μέρος του άρθρου, ο Εθνικοσοσιαλισμός επιδίωξε την ενίσχυση της μικρής και μεσαίας παραγωγικής δράσεως και την αποδυνάμωση του μεγάλου τυχοδιωκτικού κεφαλαίου. Πρέπει να τονιστεί ότι η αποδυνάμωση αυτή δεν στοχεύει στην εξόντωση της μεγάλης επιχειρήσεως καθώς τα πλεονεκτήματα της αναγνωρίζονται απολύτως από τους Εθνικοσοσιαλιστές. Παρόλα αυτά, εφόσον ο σκοπός είναι η άντληση των οφελών αυτής από το έθνος, οφείλει το Εθνικοσοσιαλιστικό κράτος να εξασφαλίσει τις άριστες δυνατές συνθήκες στον ιδιώτη και τον εργάτη, έτσι ώστε να δημιουργούν οι προϋποθέσεις για την μέγιστη δυνατή συνεργασία των δύο ομάδων. Επί της ουσίας οι Εθνικοσοσιαλιστές επιδίωξαν την ρύθμιση των σχέσεων εργοδότη και εργάτη επί εντελώς νέων βάσεων και εν τέλει την δημιουργία ενός νέου εργατικού δικαίου. 
 Σε αυτό το μέρος του άρθρου θα προβούμε σε ανάλυση των μέτρων που έλαβε ο Εθνικός Σοσιαλισμός για την διευθέτηση του κοινωνικού ζητήματος. 

Η Εθνικοσοσιαλιστική αντίληψη για τις σχέσεις εργοδότη-εργάτη 


• Ιδεολογικές βάσεις 


Κατά την περίοδο της μεταπολεμικής κοινοβουλευτικής περιόδου στην Γερμανία (Δημοκρατία της Βαϊμάρης), έγιναν προσπάθειες για την λήψη φιλεργατικών μέτρων για την ολοκλήρωση του κοινωνικού αυτού ζητήματος, μιας και οι προηγούμενες κυβερνήσεις από την εποχή επί παραδείγματι του Γουλιέλμου Ι είχαν ήδη κάνει κάποιες προόδους. Κατά το άρθρο 105 του συντάγματος της  Βαϊμάρης οι σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργατών καθορίζονται από ελεύθερες συμφωνίες ανάμεσα στους τελευταίους, με τους καθοριζόμενους από τους νόμους περιορισμούς. Η αναγνώριση της ταξικής πάλης από το κράτος, η οργάνωση εργατών και εργοδοτών σε σωματεία, η ισοτιμία των σωματείων, η πολιτικοποίηση των προαναφερθέντων ομάδων εντός αυτών και τέλος ο άμεσος ή έμμεσος εξαναγκασμός στην συμμετοχή αυτών ήταν μερικά από τα χαρακτηριστικά του τότε γερμανικού εργατικού δικαίου. Ωστόσο, όπως γίνεται εμφανές στον αναγνώστη, αυτά τα μέτρα καθορισμένα από τις φιλελεύθερες πολιτικές της νεοσύστατης δημοκρατίας, κάθε άλλο παρά βελτίωση επέφεραν στις σχέσεις των δύο ομάδων. Το χάσμα ανάμεσα στους εργάτες και τους εργοδότες τους διευρύνθηκε και οι προστριβές αυξήθηκαν μέσα στην κοινωνική αστάθεια και την οικονομική δυσχέρεια που επικρατούσαν στην μετά τον πόλεμο περίοδο. Σε αυτή την κατάσταση θέλησε να βάλει βίαιο τέρμα ο Εθνικοσοσιαλισμός μόλις κατέλαβε την πολιτική εξουσία. Και αυτό διότι ο τελευταίος εμφορείτο από μια νέα εργατική ηθική, βάσει της οποίας οι σχέσεις εργάτη-εργοδότη αντιμετωπίζονται με τρόπο επαναστατικό αλλά ειρηνικό.

 Ο Εθνικοσοσιαλισμός εξιδανικεύει την ανθρώπινη εργασία και επιδιώκει να την εξυψώσει πολύ πιο πέρα από την δεσπόζουσα θέση που έχει το κεφάλαιο στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Η εργασία είναι το πολυτιμότερο αγαθό του λαού, είναι ο πρώτιστος, ο βασικός συντελεστής της παραγωγής. Η αντίληψη της Παλαιάς Διαθήκης για την εργασία, σύμφωνα με την οποία η εργασία είναι αποτέλεσμα θείας κατάρας και σχετίζεται με την θλίψη, οφείλεται στην παντοτινή και μέχρις σήμερον αποστροφή των Εβραίων προς την παραγωγική εργασία και ως εκ τούτου οι Εθνικοσοσιαλιστές διαφωνούν. Το ίδιο ισχύει και για την συγγενή χριστιανική άποψη για την εργασία, κατά την οποία η επίγειος ζωή είναι βάρος και πως ο εργαζόμενος άνθρωπος μπορεί να βρει την ευτυχία μόνον στην μέλλουσα ζωή και όχι στην παρούσα. Αμφότερες απόψεις αποτελούν άκρως αντιφυσικές, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και προέρχονται από την ίδια ιουδαϊκή ρίζα. Στον Εθνικοσοσιαλισμό δεν υπάρχει ευγενής και αγενής εργασία, διότι η κοινωνία έχει ανάγκη την κάθε φύσεως εργασία. Υπάρχει, όμως, άνιση προσφορά υπηρεσιών διότι οι άνθρωποι είναι και εκ φύσεως άνισοι. Ο καθένας προσφέρει περισσότερο ή λιγότερο από τον άλλο και γενικώς μέχρι εκεί που επιτρέπουν στον καθένα οι δυνατότητες του. Συμπερασματικά λοιπόν, η κοινωνική εκτίμηση που λαμβάνει ένας εργαζόμενος δεν θα πρέπει να σχετίζεται με την φύση τόσο της εργασίας του, δηλαδή με το αν είναι χειρωνακτική ή «του γραφείου», αλλά με την ποιότητα και την ποσότητα του παραγωγικού αποτελέσματος. Με πολύ απλά λόγια, θα έπρεπε να επικροτείται και να χαίρει κοινωνικής εκτιμήσεως ένας καλός εργάτης, αλλά να επισύρει την ντροπή ένας κακός μεγαλοβιομήχανος, ένας κακός γιατρός και ούτω καθεξής.

 Η κοινωνική εκτίμηση είναι ουσιαστικά η άυλη ανταμοιβή που λαμβάνει ο εργαζόμενος. Περί της υλικής του δε ανταμοιβής θα αναλύσουμε εν συνεχεία. Η υλική ανταμοιβή της παραγωγικής συμβολής του εργαζομένου, θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην συμβολή αυτή. Εφόσον η συμβολή του καθενός είναι άνιση τότε άνιση θα είναι και η ανταμοιβή του. Δεν είναι δίκαιο και σκόπιμο, ο μισθός του επικεφαλής μιας επιχειρήσεως να είναι ίδιος με τον μισθό του κατώτατου εργάτη της επιχείρησης αυτής ούτε και να εξισούται οι μισθοί του καλού και του κακού εργάτη. Η αντίληψη αυτή βασίζεται στην αρχή «suum cuique» που εμφανίζεται στα λατινικά αρχικά στα έργα του Μαρτίνου Λούθηρου ή αλλιώς «Jedem das seine» στα γερμανικά. Το γερμανικό αυτό ρητό που προσπάθησε και πέτυχε το Τρίτο Ράιχ να εφαρμόσει, καταδεικνύει και το χάσμα του Εθνικοσοσιαλισμού ως κοσμοθεωρία με τον Φιλελευθερισμό και τον Μπολσεβικισμό. Γράφει ο Gottfried Feder στο βιβλίο του «Το Γερμανικό Κράτος σε Εθνική και Σοσιαλιστική Βάση»[1]: 

«Αντιθετικώς ως προς το λανθασμένο θεμελιακό ιδεολόγημα, το οποίο μας κυβερνάει σήμερα, το καπιταλιστικό, υπάρχει και το άλλο άκρο, ο κρατικός και οικονομικός Μαρξισμός. Η βασική αρχή αυτής της οικονομικής μορφής είναι η άρνηση της ιδιωτικής περιουσίας. Απαιτεί στην ξένη και ακατάληπτη στον Γερμανό προλετάριο γλώσσα της, την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών» - με άλλα λόγια την αποστέρηση της περιουσίας. Αυτό το καταστροφικό για το κράτος, τον λαό, την οικονομία και τον πολιτισμό δόγμα, βρήκε την ακραία αλλά λογική υλοποίηση του στον Ρωσικό Μπολσεβικισμό. Από οικονομικής απόψεως αυτή η ακρότητα μπορεί να χαρακτηριστεί με την εξής πρόταση: «Όλα ανήκουν σε Όλους». Έχει λοιπόν να κάνει με την αποπροσωποποίηση της περιουσίας, δηλαδή με την μετατροπή όλης της περιουσίας στην ανώνυμη/απρόσωπη περιουσία του συνόλου.  Το άκρο δε που ακόμη κυβερνάει εμάς σήμερα (ο φιλελευθερισμός), με το δικαίωμα στην απεριόριστη περιουσία, μας έχει οδηγήσει στο τελευταίο σκαλοπάτι της εισόδου του ναού του Μάμμωνα, στην θήρα του οποίου αναγράφεται με χρυσά γράμματα «Όλα ανήκουν στον Έναν». Αυτό το οικονομικό δόγμα εξίσου οδηγεί σε μία αποπροσωποποίηση της περιουσίας - απλά με διαφορετικό τρόπο - στο ότι τελικά, όλη η εργαζόμενη ανθρωπότητα θα σκλαβωθεί με χρέη σε μια ανώνυμη οικονομική δύναμη. Με μεγάλη αντίθεση προς τα δύο οικονομικά άκρα, τον μαρξιστικό σοσιαλισμό και τον καπιταλιστικό μαμμωνισμό των δυτικών δημοκρατιών, το οικονομικό ιδεώδες του Εθνικοσοσιαλισμού απαιτεί την υλοποίηση της αρχής "Στον καθένα αυτό που του αξίζει" »

Ας μην νομισθεί όμως ότι ο Εθνικοσοσιαλισμός αδιαφορεί για το κατώτατο όριο υλικής αμοιβής όπως και για την μεταξύ των αμοιβών απόσταση. Έχοντας την πεποίθηση ότι ο εκ χαμηλός μισθός αντιτίθεται στο στοιχειώδες αίσθημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και δεν επιτρέπει σε έναν άνθρωπο να έχει μια αξιοπρεπή εμφάνιση και συμμετοχή στα κοινά και τα αγαθά του έθνους, ο Εθνικοσοσιαλισμός καταβάλει κάθε προσπάθεια για την συγκράτηση του κατώτατου μισθού σε ικανοποιητικά επίπεδα. Γνωρίζοντας επίσης ότι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην απόλαυση των οικονομικών αγαθών προκαλεί τον φθόνο και την ζηλοτυπία ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας, καταβάλλει εξίσου μεγάλη προσπάθεια για την εξασθένιση της διαφοράς αυτής η οποία πρωτίστως ενυπάρχει στην κεφαλαιοκρατία.

Το αξίωμα του Εθνικοσοσιαλισμού είναι όχι η πολυτέλεια και η σπατάλη ενώ βρίσκεται αντιμέτωπος με την πενία και την στέρηση, όχι παχύτατοι μισθοί για τους επικεφαλής των επιχειρήσεων και εξωγκωμένα μερίσματα για τους μετόχους, αλλά περιορισμένα κέρδη επ'ωφελείας της καταναλώσεως ( χαμηλές τιμές στα προϊόντα για να είναι προσιτά στον λαό ) και υψηλότεροι μισθοί για τους εργάτες και τους υπαλλήλους της επιχειρήσεως.[2] Κατά αυτόν τον τρόπο το έθνος και η κοινωνική οικονομία καρπώνονται τα μέγιστα οφέλη της ατομικής επιχειρηματικής δράσεως. Υψηλοί μισθοί των εργαζομένων και χαμηλές τιμές ιδιαίτερα των βιοτεχνικών προϊόντων σε συνδυασμό με ακλόνητη χρηματική σταθερότητα, σημαίνουν αύξηση της αγοραστικής δυνατότητας του απλού λαού, διερεύνηση της κατανάλωσης, τόνωση της παραγωγής και προπαντός ευρεία συμμετοχή των εργατών στα προϊόντα που παράγονται από τα ίδια τους τα χέρια. Αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης σημαίνει αυξανόμενη απόδοση της κοινωνικής οικονομίας, την οποία μπορεί και οφείλει να μεριμνεί πρωτίστως η εξύψωση των μισθών. Κατά αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται η συνεχής βελτίωση των συνθηκών της ζωής των κατωτέρων κοινωνικών μαζών.[3] 

• Νομικές βάσεις - Εργατικά Δικαιώματα - Εργατική Νομοθεσία


Ο καταστατικός χάρτης της εργασίας στην Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία υπήρξε ο «Νόμος περί ρυθμίσεως της Εθνικής Εργασίας» ( Gesetz zur Ordnung der nationalen Arbeit, 20-1-1934 ) [4]

Η Εφημερίδα Γερμανικής της Κυβερνήσεως όπου αναγράφεται ο νόμος περί εργασίας της 20ης Ιανουαρίου 1934


Ο νόμος αυτός καταργούσε ουσιαστικά την έννοια της εργαταγοράς. Η εργασία δεν είναι πλέον το απλό εμπόρευμα, του οποίου η τιμή καθορίζεται βάσει του νόμου της ζητήσεως και της προσφοράς. Η εγωιστική ρωμαϊκή αντίληψη "do ut des" (σου δίνω, έτσι ώστε να μου δώσεις), δεν είχε πλέον θέση. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο διαδέχθηκε το νέο Γερμανικό Δίκαιο. Ο εργάτης με τον εργοδότη δεν είναι πλέον αντιμέτωποι, η σχέση τους δεν είναι όπως πιστεύουν οι Μαρξιστές, μία απλή σχέση κεφαλαίου-εργασίας γεμάτη καχυποψία και μίσος.

Η νέα εθνικοσοσιαλιστική νομοθεσία όρισε επιπλέον την ισοτιμία όλων των παραγωγών. Εν ολίγοις, ο νόμος επιδίωξε την εξύψωση των μισθωτών από τα χαμηλά επίπεδα που η κεφαλαιοκρατία και ο μαρξισμός τους είχαν ρίξει. Έτσι, βάσει του νόμου κηρύσσετο πως όλοι ήσαν εργαζόμενοι, όλοι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στην εθνική παραγωγή με διαφορά την φύση της κάθε εργασίας και την ευθύνη που έφερε ο εκάστοτε εργαζόμενος. Τέλος, απορρίπτετο η διάκριση μεταξύ εργατών και εργοδοτών διότι και οι δύο ομάδες αποτελούν εργαζόμενους, από την στιγμή που καταβάλλετο μισθός ή υλική αμοιβή. Το ίδιο ίσχυσε και για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους. Ο μοναδικός έτσι εργοδότης υπήρξε ο λαός, για τον οποίο εργάζονταν από κοινού, εργάτες, επιχειρηματίες, αγρότες και υπάλληλοι. 

Μία πολύ σημαντική αλλαγή που επέφερε ο εργασιακός νόμος ήταν ο ορισμός της Werkgemeinschaft, δηλαδή της οικονομικής κοινότητος. Σύμφωνα με το παραπάνω η εργασία δεν αποτελεί απλώς ένα δικαίωμα του ατόμου, αλλά σπουδαία κοινωνική υποχρέωση. Εξάλλου το 10ο σημείο του Προγράμματος του NSDAP αναφέρει : «Είναι το μέγιστο καθήκον κάθε πολίτη του Κράτους να παράγει πνευματικό ή φυσικό έργο. Οι δραστηριότητες του ατόμου δεν πρέπει να συγκρούονται με το συμφέρον του συνόλου, αλλά θα πρέπει να περιορίζονται εντός του πλαισίου της Κοινότητας και υπέρ του γενικού καλού.» [5] Σύμφωνα δε, με τον Anton Riedler οι οκνηροί και οι άεργοι, οι οποίοι ζουν μόνο από την περιουσία τους, ενδεχομένως ανήκουν βιολογικώς και πολιτιστικώς στο γερμανικό έθνος έναντι όμως της Λαϊκής Κοινότητος (Volksgemeinschaft), θεωρούνται ξένοι (Ungenossen). Συνεπώς μόνον η ενεργή συμβολή εκάστου στην παραγωγική δράση αποτελεί εισητήριο εισόδου στην Λαϊκή Κοινότητα. Στην αντίθετη περίπτωση ομιλούμε περί κοινωνικού παρασιτισμού.[6]
Στις 26 Ιουνίου του 1935 τίθεται σε εφαρμογή ο νόμος «Περί εργατικής θητείας», σύμφωνα με τον οποίο η εργασία γίνεται νομική υποχρέωση. Ειδικότερα, τα γερμανόπουλα είχαν την υποχρέωση, πριν από την εκπλήρωση της στρατιωτικής τους θητείας, να εργαστούν για το κράτος άνευ αμοιβής για ένα εξάμηνο.[7] Με την υποχρεωτική θητεία εργασίας, οι νέοι Γερμανοί εξοικειώνονται στην αγάπη και στον σεβασμό προς την χειρωνακτική εργασία, τρέφονται εντός πνεύματος εθνικής ενότητος, κοινωνικής ισότητος, αυστηρής πειθαρχίας και τέλος συνεισφέρουν στην κοινωνική οικονομία μέσω της βοήθειας τους στους αγρότες κατά την διάρκεια των εργασιών τους. Κατά κύριο λόγο, η θητεία εργασίας απετέλεσε ένα κοινωνικό σχολείο και ένα μέσο εθνικής διαπαιδαγωγήσεως της νεολαίας.  

Η Εφημερίδα της Γερμανικής Κυβερνήσεως όπου αναγράφεται ο νόμος της 26ης Ιουνίου 1935 περί της εργασιακής θητείας



Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την νομοθεσία που αναφέραμε αρχικά, αντίστοιχη ως προς την υποχρέωση του ατόμου να δουλεύει, είναι και η υποχρέωση του κράτους να εξεύρει εργασία στα άτομα. Παρά το γεγονός ότι το νομικό πλαίσιο της συγκεκριμένης επιταγής δεν ήταν ξεκάθαρο, αυτό δεν απετέλεσε εμπόδιο για το εθνικοσοσιαλιστικό κράτος και ως εκ τούτου το τελευταίο ανεκήρυξε την υποχρέωση αυτή με de facto νομικό κύρος. 

Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι ο καταστατικός χάρτης εργασίας, φυσικά σχετιζόταν με την διαχείριση των εργοστασίων και τις σχέσεις των προσώπων εντός αυτών. Η νομοθεσία όριζε ότι ο εργοδότης, οι υπάλληλοι και οι εργάτες κάθε «κατά συστήματος εργασίας» (Betrieb = Επιχείρηση), συγκροτούν μια «παραγωγική κοινότητα» (Betriebsgemeinschaft) [8] με κοινούς σκοπούς και σχετική αυτονομία στην ρύθμιση των εσωτερικών ζητημάτων. Η κοινότητα αυτή αποβλέπει εν τέλει στην προαγωγή των εθνικών συμφερόντων. Από όλη την κατασκευή του νόμου φαίνεται ότι η παραγωγική κοινότητα αποτελεί ένωση προσώπων δημοσίου χαρακτήρα. Εγγυάται την υποταγή των ειδικών/ατομικών συμφερόντων στο γενικό συμφέρον και την στο ελάχιστο μείωση των μεταξύ των εργατών, εργοδοτών και υπαλλήλων ανταγωνισμών. Στα πλαίσια της παραγωγικής κοινότητας υπάρχει αυστηρή πειθαρχία και ιεραρχική κατάταξη των προσώπων που ανήκουν σε αυτήν, χωρίς να έχει σχέση η τελευταία με την παλαιά υποτέλεια των υπαλλήλων και των εργατών στους εργοδότες. Επικεφαλής της κοινότητος είναι ο «προϊστάμενος» (Betriebsführer) ενώ οι υπάλληλοι και οι εργάτες αποτελούν την  «Ακολουθία» (Gefolgschaft). O προϊστάμενος αποφασίζει για την κατεύθυνση που θα πρέπει να πάρουν οι συνεργάτες του και έχει τον μοναδικό λόγο στον καθορισμό των ενεργειών της παραγωγικής κοινότητας. Λόγω της στρατιωτικής ιεραρχίας των τελευταίων δεν υπάρχει ανταγωνισμός και συγκρούσεις εντός των εργοστασίων, όπως δεν υπάρχει σύγκρουση και ανταγωνισμός ρόλων σε ένα στρατιωτικό σύνταγμα μεταξύ στρατιωτών και αξιωματικών.
Κάθε παραγωγική κοινότητα βασίζεται στην «Αρχή της Ηγεσίας» (Führerprinzip), η οποία ως γνωστών αποτελεί βασική αρχή της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας, απορρέουσα εκ των ιδεωδών της αρχαιοελληνικής αριστείας-αριστοκρατίας. Συνοπτικά, ο επιχειρηματίας όντας ο Ηγέτης μίας επιχειρήσεως οφείλει να αποτελεί πρότυπο για τους υπαλλήλους του, καθώς η διοίκηση των μονάδων παραγωγής αποτελεί πλέον κοινωνικό παρά ατομικό ζήτημα. Ως πρώτοι εργάτες (ενθυμηθείτε ανωτέρω την μη-διάκριση εργοδότη και εργάτη) οι προϊστάμενοι οφείλουν να συγκεντρώνουν όλα τα χαρακτηριστικά και τις αρετές ενός καλού εργάτη. Ο επιχειρηματίας δεν είναι πλέον, κατά την εθνικοσοσιαλιστική χάρτα εργασίας, ο παλαιός «κύριος εν τω οίκω του» μιας και υπέρ αυτού ίσταται άγρυπνο το κράτος, εκπρόσωπος της Λαϊκής Κοινότητας. Τέλος, αλλοδαποί και ύποπτες για το κράτος φιγούρες (λ.χ. κομμουνιστές κτλ.) δεν εδύναντο να αποτελέσουν μέλη της παραγωγικής κοινότητας, δηλαδή της επιχειρήσεως.
Όπως θα δούμε παρακάτω το κράτος, επεμβαίνον, μπορεί να φτάσει στο σημείο της αντικατάστασεως των προϊσταμένων που υστερούν, με άλλους αξιότερους. 


Οργανόγραμμα του Γερμανικού Μετώπου Εργασίας (DAF) περί της Παραγωγικής Κοινότητας 

Αριθμητικά κατά φθίνουσα σειρά ως προς την ιεραρχία:
1)Vertrauensrat - Συμβούλιο Εμπιστοσύνης
2) Betriebsführer - Αρχηγός της Επιχείρησης
3) Betriebswalter - Διαχειριστής της Επιχείρησης
4) DAF-Betriebs-Zellenwalter - Διαχειριστής πυρήνος* του DAF
5) (x2) DAF-Betriebs-Blockwalter - Δύο Διαχειριστές Πτερύγων (Block) του DAF
6) Εργάτες/Υπάλληλοι κτλ.

*Όπως διαφαίνεται στην παραπάνω εικόνα, πυρήνας επιχειρήσεως (Betriebszelle), σχηματίζουν δύο εργατικές πτέρυγες. Παρόμοια οργάνωση υπήρχε και στα SA, όπου ο Zellenleiter (Πυρηνάρχης) διοικούσε ένα Zelle (πυρήνα) που ισούται με 8-12 αστικά τετράγωνα.





 Κατά τον καταστατικό χάρτη της Εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας, ο προϊστάμενος όφειλε να εξασφαλίσει απολύτως υγιεινές συνθήκες στους εργαζομένους, όσο το δυνατόν λιγότερο μονότονους χώρους εργασίας, την εκτέλεση της εργασίας σε ορισμένο ημερήσιο χρόνο ο οποίος να μην εξαντλεί τις ανθρώπινες δυνάμεις, την χορήγηση αδειών μετ' αποδοχών, την ενδεχόμενη κατασκευή εργατικών κατοικιών, την παροχή φθηνών τροφίμων και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης, την ίδρυση συσσιτίων, γυμναστηρίων, αναγνωστηρίων, βιβλιοθηκών, παιδικών σταθμών και φυσικά την ευπρεπή συμπεριφορά του ως προς τους υπαλλήλους του. Όσον αφορά τον μισθό του εργαζομένου, το άρθρο 29 του νόμου περί της εθνικής ρυθμίσεως της εργασίας (ο πρώτος νόμος που αναλύσαμε ανωτέρω), ο κατώτερος μισθός καθορίζεται από τον εσωτερικό κανονισμό της επιχείρησης, πέραν όμως του οποίου ο μισθός καθορίζεται από την συμβολή του εργαζομένου στην παραγωγική εργασία. Σε περίπτωση που ένας προϊστάμενος προσπαθήσει να μειώσει τα ημερομίσθια πέραν του από τον κανονισμό καθοριζομένου αντιτίμου, τότε το Συμβούλιο Εμπιστοσύνης (Vertrauensrat) επεμβαίνει και ο κρατικός μηχανισμός που εποπτεύει την μονάδα παραγωγής, επιβάλλει αυστηρές κυρώσεις στον προϊστάμενο.

 Σχετικά με το δικαίωμα του προϊσταμένου να απολύσει τον οιονδήποτε υπάλληλο, ο νόμος για την ρύθμιση της εργασίας βάζει μεγάλα εμπόδια στην άσκηση του.[9] Ο εργαζόμενος πέρα από ένα έτος σε ένα κατάστημα εργασίας ή μία επιχείρηση που απασχολεί άνω των 10 ατόμων και ο οποίος απολύθηκε, μπορεί, εφόσον θεωρεί άδικους τους λόγους της απολύσεως του και το Συμβούλιο Εμπιστοσύνης δεν πέτυχε την διευθέτηση του ζητήματος, να καταφύγει εντός ορισμένης προθεσμίας στο αρμόδιο εργατικό δικαστήριο (Arbeitsgericht) και να ζητήσει την ανάκληση της απολύσεως. Το δικαστήριο, αν δεχθεί την αγωγή, υποχρεώνει τον εργοδότη να προσλάβει εκ νέου τον εργαζόμενο ή διαφορετικά να καταβάλει αποζημίωση, η οποία εξαρτάται από τον χρόνο της υπηρεσίας του απολυθέντος, την βαθμό κακοπιστίας του εργοδότη και η οποία μπορεί να φθάσει τα ημερομίσθια ενός ολόκληρου έτους. Ο εργοδότης που προτιμά την ανάκληση της απολύσεως, υποχρεώνεται να καταβάλει στον εργαζόμενο, τον μισθό που έχασε ο τελευταίος στον χρόνο που μεσολάβησε. 
Γενικώς οι αδικίες, οι παραβιάσεις, προδοτικές ενέργειες κτλ. εκ μέρους των προϊσταμένων θα προσέκρουαν στην λεγόμενη «Κοινωνική Τιμή» (Soziale Ehre). [10] Οι συνέπειες των παραβιάσεων των κανονισμών, προερχόμενων από την Κοινωνική Τιμή, ήταν ανεξάρτητες από τις ποινές του κοινού ποινικού δικαίου. Στην Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία υπήρχαν Δικαστήρια Τιμής (Ehrengericht) τα οποία αφού εξέταζαν την υπόθεση και διαπίστωναν ότι ο προϊστάμενος είναι ένοχος, επέβαλλε ποινές που κυμαίνονταν από την επίπληξη και την απειλή τιμωρίας, το πρόστιμο μέχρι 10.000 μάρκα μέχρι και την απομάκρυνση του προϊσταμένου από την θέση εργασίας που κατείχε μέχρι τότε ή την αφαίρεση του δικαιώματος να είναι κάποιος προϊστάμενος. Τα δύο τελευταία έχουν μεγάλη σημασία διότι επί της ουσίας καθιστούν αδύνατη την διαβίωση του καταδικασθέντος εντός της οικονομικής κοινότητας, Εκτός αυτών, ένας προϊστάμενος που λησμόνησε βασικές κοινωνικές υποχρεώσεις ως προς την Ακολουθία του (τους υπαλλήλους δηλαδή) ή επέδειξε αντικοινωνική συμπεριφορά, πέρα από την απομάκρυνση του από την θέση του, παρακολουθείται και παντού από τις αρμόδιες αρχές. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Fritz Thyssen, η μεταλλοβιομηχανία του οποίου, εθνικοποιήθηκε και ο τελευταίος κατέληξε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ.

 Η εποπτεία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κράτους επί των σχέσεων των εργατών, υπαλλήλων και εργοδοτών ασκείται με ιδιαίτερα δημόσια όργανα τα οποία είναι περιβεβλημένα με σπουδαία και ευρεία δικαιοδοσία και ονομάζονται  «θεματοφύλακες της εργασίας» (Treuhänder der Arbeit). Στους τελευταίους αναφέρεται εθνικοσοσιαλιστικός νόμος παλαιότερος του χάρτη εργασίας και συγκεκριμένα πρόκειται περί του νόμου Gesetz über Treuhänder der Arbeit (20-5-1933), ο οποίος καταργήθηκε βάσει του άρθρου 65 του νόμου περί της ρύθμισης της εθνικής εργασίας. [11]


Η Εφημερίδα της Γερμανικής Κυβερνήσεως όπου αναγράφεται ο νόμος της 19ης Μαΐου 1933 περί των θεματοφυλάκων της εργασίας





 Οι θεματοφύλακες της εργασίας αντικατέστησαν τους παλαιούς «διαιτητές» της δημοκρατικής περιόδου και αποτελούν μεταβατική βαθμίδα από την καπιταλιστική νοοτροπία στην νέα ιδεολογία και στην νοοτροπία της τάξεως και της πειθαρχίας. Με τους θεματοφύλακες εργασίας, το εθνικοσοσιαλιστικό κράτος ασκεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα επί των επιχειρήσεων και επιδιώκει την ειρήνη και την τάξη εντός των τελευταίων. Κατά τον νόμο περί της ρυθμίσεως της εθνικής εργασίας οι θεματοφύλακες εποπτεύουν τις εργασίες των Συμβουλίων Εμπιστοσύνης, επεμβαίνουν στην σύνθεση των τελευταίων ορισμένες φορές, αίρουν διαφωνίες των προέδρων με τα μέλη τους, καταργούν ανάλογα με τις περιστάσεις τις αποφάσεις των προϊσταμένων των επιχειρήσεων και θεσπίζουν όρους εργασίας, υποχρεωτικούς για όλους. Επιπλέον, παρακολουθούν και ελέγχουν τους εσωτερικούς κανονισμούς των επιχειρήσεων, εκτελούν χρέη δημοσίου κατήγορου στα δικαστήρια τιμής, εκδίδουν μισθολογικούς κανονισμούς, δίδουν κατευθυντήριες γραμμές στις επιχειρήσεις και τέλος ακούονται πριν από κάθε ομαδική απόλυση εργατών και υπαλλήλων. Οι θεματοφύλακες εργασίας ανήκουν στο υπουργείου εργασίας, έχουν στενές σχέσεις με το υπουργείο κοινωνικής οικονομίας και οφείλουν να κατατοπίζουν την κεντρική κυβέρνηση για τις εργατικές συνθήκες στις περιοχές τους με την υποβολή αναφορών τους.

Υπό την επίβλεψη της Εθνικοσοσιαλιστικής κυβέρνησης, οι εργοστασιάρχες ήταν υποχρεωμένοι να παρέχουν ευρύχωρα δωμάτια με καλές συνθήκες υγιεινής στους εργάτες, όπως τα αποδυτήρια του εργοστασίου στην φωτογραφία


• Το Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας


 Οι νέες σχέσεις που διαμορφώθηκαν με την εφαρμογή νομοθετημάτων όπως των παραπάνω, ήταν λογικό να επιφέρουν αλλαγές στην οργάνωση των εργατικών και εργοδοτικών σωματείων. Επόμενο, ήταν εν ολίγοις να απαγορευθούν οι απεργίες και τα σωματεία τα οποία παλαιότερα ήταν υπεύθυνα για την οργάνωση της πάλης των τάξεων. Στην θέση αυτών οι Εθνικοσοσιαλιστές ανήγειραν το Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας (Deutsche Arbeitsfront - DAF), το οποίο περιελάμβανε τους εργαζόμενους όλων των παραγωγικών κλάδων. Με αυτόν τον τρόπο οι ομάδες που μέχρι πριν λίγα χρόνια ανταγωνίζονταν με λυσσώδη τρόπο, πλέον συνεργάζονταν υπό μίας κοινής στέγης και με εθνικοσοσιαλιστικό πνεύμα. 
Το Μέτωπο Εργασίας ιδρύθηκε υπό την προστασία του Χίτλερ παράλληλα με την διάλυση των παλαιών σωματείων και είχε ως βασική επιδίωξη την εξύψωση της εργασίας και την συναδέλφωση των εργαζομένων. Πέρα από τους γενικούς σκοπούς της οργάνωσης, οι ειδικοί της στόχοι αφορούσαν μία μακρά σειρά οικονομικών ή άλλων πλεονεκτημάτων τα οποία παρέχονται στα μέλη έναντι της μικρής συνδρομής που καταβάλλεται από αυτούς. Στα πλεονεκτήματα συμπεριλαμβάνονται η παροχή νομικών συμβουλών για τις διενέξεις, η διευκόλυνση εξευρέσεως εργασίας, η δικηγορική συνδρομή σε αυτές τις διενέξεις, η διευκόλυνση εξευρέσεως εργασίας, η παροχή οικονομικής συνδρομής - ανεξάρτητα από αυτή του κράτους και των κοινωνικών ασφαλίσεων - σε περίπτωση ασθενείας μελών, ανεργίας, εργατικών ατυχημάτων, γήρατος ή θανάτου, η χορήγηση γαμήλιων δώρων σε εργάτριες κ.α. 
Εκτός των παραπάνω, το Μέτωπο Εργασίας οργάνωνε διαγωνισμούς μεταξύ καταστημάτων και επιχειρήσεων και τα οποία προσέφεραν χρηματικά και τιμητικά έπαθλα. Τέλος, το Μέτωπο Εργασίας ασχολήθηκε με την οικοκυρική και την τεχνική μόρφωση των νεανίδων, με την δημιουργία καλύτερων όρων εργασίας και για την βελτίωση της θέσεως των εγκύων και των μητέρων. [12] 
Bremen-Oslebshausen, ένα από τους οικισμούς που σχεδιάστηκαν με σκοπό την παροχή φθηνών  κατοικιών περιτριγυρισμένες από φυσικό περιβάλλον σε οικογένειες της εργατικής τάξης


• Kraft Durch Freude - Ισχύς δια της χαράς


 Η οργάνωση KdF υπήρξε μέρος του Γερμανικού Μετώπου Εργασίας και αποτελούσε το τμήμα αναψυχής του τελευταίου. Ο ρόλος του KdF ήταν να παρέχει δραστηριότητες για τον ελεύθερο χρόνο του εργαζόμενου πληθυσμού. Ο αρχηγός του Γερμανικού Μετώπου Εργασίας, Robert Ley, δήλωσε: «Ο Φύρερ επιθυμεί για κάθε εργάτη και κάθε υπάλληλο να έχει την δυνατότητα να απολαύσει ένα αξιόλογο ταξίδι από τα προγράμματα του KdF, τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο. Κατά αυτόν τον τρόπο, το άτομο δεν θα επισκεφθεί μόνον τις πιο όμορφες γερμανικές περιοχές, αλλά και θαλάσσια ταξίδια στο εξωτερικό» [13] Λίγοι Γερμανοί πριν την ανάληψη της Καγκελαρίας είχαν την δυνατότητα να ταξιδέψουν για διακοπές. Το 1933 μόνο το 18% των εργαζομένων μπορούσαν να πάνε διακοπές. Όλοι αυτοί ήταν άνθρωποι με μισθούς πολύ υψηλότερους από τον μέσο όρο (μεγαλοαστοί και ευκατάστατοι). Το KdF ξεκίνησε να χορηγεί φθηνές εκδρομές οι οποίες ήταν εντός των οικονομικών δυνατοτήτων των οικογενειών με χαμηλό εισόδημα. Ταξιδιωτικά πακέτα κάλυπταν το κόστος της μεταφοράς, της στέγασης, των γευμάτων και των ξεναγήσεων. Επιπλέον, μπορούσε να επιλέξει κανείς για το αν θα ταξιδέψει σε παραθαλάσσια ή ορεινά θέρετρα, σε διάσημα αξιοθέατα, για ορειβασία και κάμπινγκ. Το 1934, 2.120.751 άνθρωποι πήγαν σύντομες διακοπές. Ο αριθμός αυτών αυξήθηκε ανά τα έτη και έφτασε μέχρι τους 7.080.934 συμμετέχοντες στα προγράμματα KdF το 1938. Αυτές οι δραστηριότητες πραγματοποιήθηκαν διότι ο Χίτλερ, όταν ιδρύθηκε το KdF το 1933, διέταξε όλους τους επιχειρηματίες και τις βιομηχανίες να δώσουν επαρκή πληρωτέο χρόνο άδειας στους εργαζομένους. Πριν το 1933, σχεδόν το 1/3 της χώρας δεν είχε κάποια σωματειακή σύμβαση και έτσι, δούλευε ολόκληρη την χρονιά με καμία άδεια για ξεκούραση ή διακοπές. Το 1931, το 30% των εργαζομένων με σύμβαση εργασίας έπαιρνε άδεια για 4 με 6 ημέρες του χρόνου. Η πλειοψηφία, το 61%, λάμβανε άδεια μόνο 3 ημερών. Η εθνικοσοσιαλιστική κυβέρνηση νομοθέτησε σχετικά με το ζήτημα και όρισε πως όλοι οι εργαζόμενοι θα λαμβάνουν τουλάχιστον 6 μέρες άδειας μετά από κάθε έξι μήνες εργασίας. Επιπλέον, για όσους ήταν μεγαλύτερης ηλικίας ορίστηκε πως θα λαμβάνουν 12 πληρωμένες ημέρες διακοπών ανά έτος. Τέλος, ο Robert Ley βρέθηκε σε προστριβές με το υπουργείο εργασίας μέχρι να τους πείσει μετά από μεγάλους αγώνες, να επεκτείνουν τις πληρωμένες ημέρες αδείας στις 4 εβδομάδες συνολικά ανά έτος. [14]


Γερμανοί εργάτες σε κρουαζιέρα του KdF ατενίζουν τα Νορβηγικά Φιόρδ



• Άλλα κοινωνικά μέτρα


Αξίζει να αναφερθούμε συνοπτικά σε μερικά ακόμη μέτρα που έλαβε η Εθνικοσοσιαλιστική κυβέρνηση : 

α) Καταπολέμηση της ανεργίας

Το 1933, οι εθνικοσοσιαλιστές βρήκαν 6.000.000 λιμοκτονούντων ανέργων, τα οποία έσερναν πίσω τους τα 15.000.000 μέλη των οικογενειών τους. Εξαιτίας αυτού του λόγου η γερμανική οικονομία βρισκόταν σε κατάπτωση. Επιπλέον, η αναγκαστική αεργία ενός μεγάλου μέρους του παραγωγικού πληθυσμού επέφερε ολέθριες συνέπειες από ηθικής και κοινωνικής απόψεως. Η πολιτική του εθνικοσοσιαλισμού πάνω στο μεγαλύτερο κοινωνικό πρόβλημα της χώρας, ήταν η κατάργηση των επιδομάτων ανεργίας και της αντικατάσταση τους με την εξεύρεση εργασίας στους υγιείς και αρτιμελείς ανέργους, μετατρέποντας την καταναλωτική μορφή της κοινωνικής πολιτικής σε παραγωγική. Η πολιτική αυτή στέφθηκε με επιτυχία και μέσα σε μία πενταετία επιτεύχθηκε η απορρόφηση σε παραγωγικές ασχολίες, ολόκληρης σχεδόν της παλαιάς στρατιάς των ανέργων. Η παραγωγική τους απασχόληση δε, πραγματοποιήθηκε ιδίως με την κατασκευή των διάσημων αυτοκινητοδρόμων (Autobahn), διωρύγων, οικημάτων, έργων ύδρευσης, μόνιμων εγγείων βελτιώσεων και οχύρωσης της χώρας, δημοσίων κτιρίων και τέλος μέσω της αναζωογονειθείσης πολεμικής βιομηχανίας. Εκτός αυτών τα νομικά μέτρα που έλαβαν για την επίλυση του προβλήματος, ήταν εν ολίγοις τα εξής: Ελάττωση των φόρων σε συγκεκριμένους σημαντικούς παραγωγικούς κλάδους με αποτέλεσμα την αύξηση της κατανάλωσης των προϊόντων τους, περιόρισε σε ορισμένους κλάδους την χρήση των μηχανών, έτσι ώστε να απασχολούνται περισσότεροι εργαζόμενοι, επανέφερε ένα μέρος των εργαζόμενων γυναικών στις οικίες τους έτσι ώστε να φροντίσουν τις οικογένειές τους, κατήργησε την πολυθεσία και εφάρμοσε παροδικά την εβδομάδα των 40 ωρών. Τέλος, στην επίλυση του προβλήματος συνέβαλλε και η υποχρεωτική εργατική και στρατιωτική θητεία.[15] 




Ο Γερμανικός Στρατός κατά τα πρώτα έτη της Εθνικοσοσιαλιστικής διακυβέρνησης ήταν απαρχαιωμένος. Όπως διαφαίνεται από τις φωτογραφίες ο εξοπλισμός τους αποτελείτο από κράνη Model 1918 (Α' Παγκοσμ.) και υδρόψυκτα πολυβόλα MG 08 (1908) αλλά και τυφέκια Gewehr 98 (1898-1935). Ο επανεξοπλισμός και ο εκσυγχρονισμός του στρατού έπαιξε σημαντικό ρόλο στην βελτίωση της οικονομίας. 



β) Η χειμερινή βοήθεια (Wintershilfswerk - WHW)

Το έργο της χειμερινής βοήθειας άρχισε το 1933 με την μορφή πραγματικού συναγερμού του γερμανικού έθνους κατά της πείνας. Επικεφαλής του ήταν ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ, ο οποίος κάλεσε όλους τους Γερμανούς ευπόρους να συνδράμουν με χρηματική βοήθεια, προσωπική εργασία ή άλλου είδους εισφορές. Τον πρώτο χρόνο η προσπάθεια υπήρξε τεράστια λόγω του τεράστιου αριθμού των απόρων, των δυσχερειών της γερμανικής οικονομίας και την έλλειψη προσωπικού. Με ιδιαίτερη στοργή η WHW περιέθαλψε ανάπηρους πολέμου, τους παλαιούς πρόμαχους του εθνικοσοσιαλισμού και βρίσκονταν σε κατάσταση πενίας, τους ανίκανους για εργασία λόγω σωματικής ή πνευματικής βλάβης, τους μικροεισοδηματίες που επλήγησαν από την οικονομική κατάρρευση, τους υπερήλικες και τους αγρότες που επλήγησαν από φυσικές καταστροφές. [16] Η ετήσια χειμερινή φιλανθρωπία καταδεικνύει πώς ο Χίτλερ έβλεπε τον διπλό σκοπό της κοινωνικής βοήθειας, δηλαδή από την μία η βοήθεια των φτωχών ομοεθνών του και από την άλλη την προώθηση της αλληλεγγύης και του σοσιαλισμού. Τον χειμώνα του 1935-1936, έλαβαν βοήθεια σχεδόν 13.000.000 Γερμανοί. Βέβαια, όσο η οικονομία του Ράιχ βελτιωνόταν το WHW γινόταν λιγότερο απαραίτητο. Παρόλα αυτά λόγω της σημασίας που είχε λάβει ως μέσο εκπαίδευσης των Γερμανών στο πνεύμα της Λαϊκής Κοινότητας, ο Χίτλερ το διατήρησε για τα επόμενα χρόνια μέχρι την πτώση της κυβέρνησής του.[17] 





Γ) Η εγκατάλειψη του Χρυσού Κανόνα

Κανένα πρόγραμμα για την βελτίωση της οικονομίας της Γερμανίας δεν θα μπορούσε πριν την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού να παραλείψει το διεθνές εμπόριο. Έχοντας αποστερηθεί τις αποικίες της η Γερμανία έπρεπε να βασιστεί στις ξένες αγορές για να αποκτήσει πρώτες ύλες και προμήθειες τροφίμων. Με τα αποθέματα χρυσού εξαντλημένα, η εθνικοσοσιαλιστική διακυβέρνηση έπρεπε να βρει εναλλακτικούς τρόπους αγοραστικής ισχύος. Παρά τις αντιρρήσεις του Hjalmar Schacht, προέδρου της Reichsbank, ο Χίτλερ εγκατέλειψε τον Χρυσό Κανόνα ως χρηματοοικονομικό σύστημα. Το χρυσό αποτελούσε το αναγνωρισμένο μέσο συναλλαγής για το διεθνές εμπόριο. Με το πέρασμα των αιώνων μάλιστα, κατέληξε να είναι εμπόρευμα, καθώς τραπεζίτες πουλούσαν και αγόραζαν χρυσό, υπολόγιζαν τις διακυμάνσεις της τιμής του και το δάνειζαν σε κράτη με υψηλό τόκο. Ο Χίτλερ εφάρμοσε ένα σύστημα άμεσης ανταλλαγής όσον αφορά τις συναλλαγές με το εξωτερικό. Το γερμανικό νόμισμα μετετράπη σε μία μονάδα μέτρησης της ανθρώπινης παραγωγικότητας. Ο Άγγλος στρατηγός J.F.C. Fuller είχε δηλώσει : «Η Γερμανία ήδη άρχισε να λειτουργεί περισσότερο με βάση την αντίληψη της εργασίας παρά με αυτήν του κεφαλαίου.»

Τον Ιανουάριο του 1938 ο Σοβιετικός διπλωμάτης Kristyan Rakovsky σχολίασε επί του γερμανικού οικονομικού συστήματος. Ο Rakovsky κατείχε πόστα στο Λονδίνο και το Παρίσι και γνώριζε αρκετούς τραπεζίτες της Wall Street. Έλεγε : «Ο Χίτλερ, αυτός ο αμόρφωτος απλός άνθρωπος, μόνο και μόνο μέσω φυσικής διαίσθησης, και παρά τις αντιρρήσεις του Schacht, δημιούργησε ένα πολύ επικίνδυνο οικονομικό σύστημα. Ανίδεος σε πάσα οικονομική θεωρία, εγκατέλειψε τόσο το διεθνές όσο και το ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ο Χίτλερ δεν κατέχει σχεδόν καθόλου χρυσό και έτσι δεν επιδιώκει να το χρησιμοποιήσει σαν βάση για το νόμισμα του. Εφόσον το μόνο ενέχυρο που έχει διαθέσιμο είναι το τεχνικό ταλέντο και η εργατικότητα των Γερμανών, η τεχνολογία και η εργασία έγιναν "το χρυσό" του... Όπως ξέρετε, ως δια μαγείας εξάλειψε την ανεργία για πάνω από έξι εκατομμύρια ικανότατους υπαλλήλους και εργάτες.»
 Η απόσυρση της Γερμανίας από το, βασισμένο στο χρυσό, διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, με προτίμηση σε ένα μέσο συναλλαγής βασισμένο στην εγχώρια παραγωγικότητα, ταυτίζετο με την άποψη του Χίτλερ περί της ανεξαρτησίας των εθνών. Αυτό υπήρξε μια άσχημη είδηση για το Λονδίνο, το Παρίσι και την Νέα Υόρκη, όπου τα διεθνή επενδυτικά και τραπεζικά ιδρύματα πλούτιζαν μέσω του δανεισμού σε ξένες χώρες. Η Γερμανία δεν είχε πλέον την ανάγκη του δανεισμού έτσι ώστε να αποκτήσει την δυνατότητα της εισόδου στις διεθνείς εμπορικές αγορές. Η ξένη ζήτηση για γερμανικά προϊόντα παράλληλα δημιουργούσε περισσότερες δουλειές εντός του Ράιχ. [18]


 

Θα μπορούσαμε να γράψουμε πολλά περισσότερα για τα οικονομικά επιτεύγματα και τις εθνικοσοσιαλιστικές ιδέες πίσω από αυτά αλλά δυστυχώς δεν γίνεται να συμπεριληφθούν όλα σε ένα άρθρο. Το συμπέρασμα που εξάγουμε από τα παραπάνω είναι το ότι ο Εθνικοσοσιαλισμός είναι η μόνη ιδεολογία η οποία βασίζεται στην πραγματική αξία της οικονομίας ενός έθνους, και αυτή είναι η εργασία και η παραγωγικότητα αυτού. Επιπλέον, η αγάπη προς την Κοινότητα, η αλληλεγγύη και η ενότητα μπορούν να εκφραστούν πραγματικά μόνο εντός μίας ομογενούς φυλετικά και εθνικά, σοσιαλιστικής και εθνικιστικής κοινωνίας. 

ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΜΑΜΜΩΝΙΣΤΙΚΌ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΌ 


ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΕΘΝΟΚΤΌΝO ΙΟΥΔΑΙΟΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΌ


Πηγές 

(Κλικάρετε στα κόκκινα γράμματα για να ανοίξετε τα βιβλία)


[1] Gottfried Feder, "The German State on a National and Social Basis" σελ. 8-9
 

[2] Adolf Hitler, Mein Kampf, Τόμος ΙΙ, Κεφ.XII, σελ. 486-487 


[3] Ομιλία του Αδόλφου Χίτλερ στο Ρέγκενσμπουργκ, Ιούνιος 6, 1937, Adolf Hitler: Collection of Speeches 1922-1945, σελ. 364: 
«Δεν εφαρμόσαμε μια πολιτική χρήσεως φθηνών λαϊκίστικων φράσεων. Απαλλάξαμε το κεφάλαιο από εκείνα τα χαρακτηριστικά που το κάνει να μοιάζει με φάντασμα και του προσδώσαμε τον ρόλο που αξίζει: Ούτε ο χρυσός ούτε οι επενδύσεις ξένου συναλλάγματος, παρά μόνον η εργασία αποτελεί θεμέλιο χρήματος. Δεν υπάρχει αύξηση στους μισθούς αν δεν συνεπάγεται με μια αύξηση στην παραγωγή. Αυτή η οικονομική πολιτική μας επέτρεψε να μειώσουμε τους 7 εκατομμύρια ανέργους στους 800.000 και να διατηρήσουμε τις τιμές σχεδόν εντελώς σταθερές για όλα τα βασικά αγαθά. Σήμερα διεκπεραιώνονται εργασίες παντού. Ο αγρότης καλλιεργεί τα χωράφια του, ο εργάτης τον εξοπλίζει με τεχνικά προϊόντα, ένα ολόκληρο έθνος εργάζεται.»






[6] Στεφανίδης, Το Κοινωνικό Ζήτημα υπό το φως του γερμανικού Εθνικοσοσιαλισμού, σελ. 49, εκδ. Ελεύθερη Σκέψη 




[8] Cornelia Schmitz-Berning, Vokabular des Nationalsozialismus ( Λεξικό του Εθνικοσοσιαλισμού ) σελ. 96-97, λήμμα Betriebsgemeinschaft


[9] Άρθρο 56-62 του νόμου περί της ρυθμίσεως της εθνικής εργασίας ( Gesetz zur Ordnung der nationalen Arbeit, 20-1-1934 ) 


[10] ιδέ ανωτέρω, Άρθρο 35 




[12] Στεφανίδης, Το Κοινωνικό Ζήτημα υπό το φως του γερμανικού Εθνικοσοσιαλισμού, σελ. 67-70 




[14] ιδέ ανωτέρω 


[15] Στεφανίδης, Το Κοινωνικό Ζήτημα υπό το φως του γερμανικού Εθνικοσοσιαλισμού, σελ. 73-75 


[16] ιδέ ανωτέρω, σελ. 76-78


[17] Richard Tedor, Hitler's Revolution: Ideology, Social Programs, Foreign Affairs, Chapter 2, σελ. 83


[18] ιδέ ανωτέρω, σελ. 60-61


Η Κριτική του Carl Schmitt ενάντια στον Φιλελευθερισμό και η έννοια της Απο-Πολιτικοποίησης

  Το 1932, στις τελευταίες ημέρες της θνήσκουσας δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο Carl Schmitt εκδίδει το βιβλίο του "Η Έννοια του Πολιτικού...