Παρασκευή 12 Μαΐου 2023

Πίνο Ράουτι - Ο φιλελεύθερος καπιταλισμός σκοτώνει την ψυχή των λαών

 



 Ο Giuseppe (Pino) Umberto Rauti, γεννήθηκε στις 19 Νοεμβρίου του 1926 στο Cardinale της Καλαβρίας. Πολέμησε στα δεκαεπτά του έτη εθελοντικά στις τάξεις της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας (RSI) και μετά τον πόλεμο, συμμετείχε στην δημιουργία του MSI (1946). Λόγω της δεξιόστροφης πορείας που έλαβε το κίνημα κατά τα έτη 1959-69 αποχώρησε και έτσι με φίλους του, ανάμεσα τους και ο Franco Freda, ίδρυσαν την Ordine Nuovo (Νέα Τάξη) ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Από το 1970 και έπειτα καταφέρνει να αναλάβει την ηγεσία του MSI, αποφασισμένος να αποκαταστήσει την αυθεντική του φασιστική και επαναστατική μορφή. Πολλοί θεωρούν τον Rauti ως τον μεγαλύτερο εθνικιστή διανοητή και ηγέτη στην Ευρώπη μετά το 1945, λόγω της «Μεταπολιτικής» του και την οργάνωση ενός αποτελεσματικού κινηματικού ακτιβισμού. Το γεγονός ότι έθεσε τις βάσεις για την κατάργηση της ιδεολογικής ηγεμονίας της αριστεράς οδήγησε τα ΜΜΕ στο να του δώσουν το προσωνύμιο «Ο Μαύρος Γκράμσι». Λόγω της μεγάλης ιδεολογικής και πολιτικής προσφοράς του, αλλά και λόγω σεβασμού ως προς την μνήμη του, θεωρούμε πως απαραίτητα του αξίζει ένα μικρό αφιέρωμα.

Ακολουθεί η συνέντευξη του στον Fabrice Laroche


« --Η εκλογή σας στην γενική γραμματεία του Κοινωνικού Κινήματος είναι για σας η έκβασις μιας μακράς πολιτικής δουλειάς. Στο Ρίμινι, υπήρχαν δύο πολύ διαφορετικές γραµμές πού αντιμετώπισαν η µία την άλλη. Μπορείτε να προσδιορίσετε τις θέσεις πού παρουσιάστηκαν;


--Μπορούμε πράγματι να μιλάμε στ' αλήθεια για δύο γραμμές. Η πρώτη θα μπορούσε να χαρακτηρισθή ως εξακολουθητική. Συνελάµβανε την δράσι του Κοινωνικού Κινήματος ως μιά συνέχισι των κλασσικών θέσεων μιάς συντηρητικής δεξιάς, ουσιαστικά αντικομμουνιστικής. Όμως ο κομµουνισμός δεν έχει πλέον σήµερα πνοή. Είτε πρόκειται για το πολιτικό είτε για το ιστορικό επίπεδο δεν απάντησε σε καµμιά από τις ανθρώπινες προσδοκίες. Αυτή η αποτυχία θέτει σ' αυτούς που τον πολεμήσαν χτές ένα πρόβλημα νοµιµοποιήσεως. Ή από την µιά περιοριζόµαστε µόνο στον αντικομμουνισμό, οπότε θα υπάρχη όλο και λιγότερο λόγος υπάρξεως µας, και αντιλαμβανόμεθα µέ αδιαφορία τον «θρίαµβο» του φιλελευθερισμού καί του καπιταλισμού. Ή από τὴν άλλη αρνούμαστε αυτήν την εναλλακτική και απορρίπτομε σταθερά την φιλελεύθερο-καπιταλιστική εκδοχή. Η γραµμή µας υποστήριζε αυτή την δεύτερη θέσι. Είναι επειδή δεν θέλοµε να έχωμε καμμιά σχέσι µε μια συντηρητική δεξιά πού δεν αποτελεί µέρος της ιστορίας µας. Θα ήταν καιρός να θυμηθούμε ότι το ΜSΙ δεν είναι ένα συντηρητικό κόμμα µά ένα κοινωνικό κίνηµα. Να καθορίσωµε γι' αυτό έναν απλό αντικομμουνιστικό ρόλο δεν έχει καμμιά έννοια. Λέμε σήμερα ότι ο κομμουνισµός απέτυχε στο μισό του κόσμου. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Μα το άλλο μισό του κόσμου, αυτό πού παραδόθηκε στην Δύσι, την εποχή της Γιάλτας, γνωρίζει κι αυτό επίσης μια βαθειά κρίσι. Όταν λέμε ότι ο καπιταλισµός επεβλήθη στον κομμουνισμό, λέμε στην πραγµατικότητα ότι οι εμπορικές τεχνικές απεκαλύφθησαν πιο αποτελεσµατικές από τις µαρξιστικές μεθόδους για την πραγματοποίησι μιας κοινωνίας καθαρώς υλιστικής. Αυτή η νίκη δεν είναι λοιπόν παρά η νίκη ενός συστήµατος βιοµηχανικού και εμπορικού. Δεν είναι η νίκη των πολιτισμών και των λαών. Όμως, είμαι από εκείνους πού πιστεύουν ότι η Ψυχή των λαών είναι πιο σηµαντική από τήν υλική άνεσι.
 Υπάρχουν αναμφίβολα στην Ρωσία, άνθρωποι πού φαντάζονται ότι θα γνωρίσουν τον επίγειο παράδεισο επειδή άνοιξε στην Μόσχα ένα υποκατάστημα του Μάκ Ντόναλντ. Μα πίσω από το κάθε Μάκ Ντόναλντ υπάρχει η καταστροφή των τροπικών δασών, υπάρχει η ερήμωσις του τρίτου κόσµου, υπάρχει η εξολόθρευσις των λεγομένων αρχαϊκών φυλών. Όλα αυτά έχουν τραγικές συνέπειες, στις οποίες δεν έχομε το δικαίωµα να κλείνωµε τα µάτια. Ο καπιταλισμός σκοτώνει την ψυχή των λαών. Πραγματοποιεί µια λεηλάτησι της γης, όπως ο κόσμος δεν την γνώρισε ποτέ. Είναι ένας μηχανισμός δαιµόνιος. Γι' αυτό εμείς πιστεύοµε ότι η Ευρώπη πρέπει να διακόψη µε το δυτικό σύστηµα το οποίο ταυτίζεται όλο και περισσότερο µόνο με την κοινωνία της καταναλώσεως, και ότι πρέπει να καταγγείλη τον αμερικανικό πολιτιστικό ιμπεριαλισμό πού προκαλεί στην Ιταλία, όπως, και αλλού φαινόμενα εκριζώσεως και διαβρώσεως της ιστορικῆς µνήµης. Το να µάχεσαι τον αμερικανισμό και τον φιλοδυτισµό σηµαίνει να υπερασπίζεσαι τις πιο αυθεντικές αξίες του ευρωπαίου - ανθρώπου και ταυτοχρόνως να αγωνίζεσαι για την ιδέα των λαών. 
 Τόσο καιρό που o κομμουνισµός και ο καπιταλισμός αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλο, φιλοδοξούσαµε να αποτελέσωµε μια τρίτη δύναµι. Όμως τώρα δεν είμαστε πια η τρίτη δύναμις, είμαστε η δεύτερη! Έχομε αναλάβει έναν πόλεμο χωρίς έλεος ενάντια στην κοινωνία της καταναλώσεως. Είμαστε η αληθινή κοινωνική αμφισβήτησις της εμπορικής παγκοσµιότητος, η αληθινή εναλλακτική στον φιλελεύθερο καπιταλισμό.

--Παρ᾽ ότι είστε πιο ηλικιωμένος από τον Τζιαφράνκο Φίνι, φάνηκε καθαρά στο τελευταίο συνέδριο ότι έχετε την υποστήριξι της μεγάλης πλειοψηφίας των νέων του κινήματος. Πώς το εξηγείτε αυτό;

--Αυτό μπορεί να φαίνεται παράδοξο. Ο Φίνι είναι πολύ νεώτερος µου και δεν έχει την υποστήριξι των νέων. Ίσως γιατί έζησα με τόν τρόπο πού πολλοί νέοι του MSI έζησαν. Ο Φίνι πάντα είχε μια ζωή άνετη και αστική. Έκανε την καρριέρα του στην γραφειοκρατία του κόμματος. Ποτέ δεν είχε ενοχλήσεις στην επαγγελματική του ζωή. Ποτέ δεν έκατσε ούτε μιά ημέρα στην φυλακή. Εμένα η δικιά µου ύπαρξις ήταν τελείως διαφορετική. Με πολέμησαν σ' όλα τα επίπεδα για δεκάδες χρόνια. Έκανα αρκετούς μήνες στην φυλακή για τις ιδέες µου. Επί πλέον οι νέοι ξέρουν ότι δεν υπήρξα µόνο ακτιβιστής, µα ότι επίσης δούλεψα στο πνευµατικό επίπεδο γράφοντας και εκδίδοντας βιβλία. Στην μεταβατική περίοδο που γνωρίζει επί του παρόντος το κόμμα, σε µια στιγµή που η παλιά γενιά εξαφανίζεται νομίζω οτι οι νέοι ξέρουν ότι μπορούν να υπολογίζουν σε µένα για να τους δώσω µια σταθερή καί ακριβή κατεύθυνσι τόσο στον δογματικό και πολιτιστικό τοµέα όσο και στο επίπεδο των στρατηγικών προσανατολισμών. 


Σοβαρές διαφωνίες µe τό Eθνικό Μέτωπο (Front National)



--Μέχρι τις τελευταίες ευρωπαϊκές εκλογές το ΜSΙ ήταν σύμμαχος του Εθνικού Μετώπου του Ζάν Μαρί Λέ Πέν. Πρόσφατα αναγγείλατε µια ρήξι αυτής της συμμαχίας. Από καιρό εξ' άλλου, η γραμμή που αντιπροσωπεύατε στάθηκε ιδιαιτέρως κριτική έναντι του Εθνικού Μετώπου. Τι επικρίνατε σ΄ αυτό;

--Γνωρίζετε ότι ο Λέ Πὲν συνάντησε μιά τεχνική δυσκολία στο κοινοβούλιο του Στρασβούργου, όταν έπρεπε να συγκροτήση μια ομάδα, κάτι πού είναι απαραίτητο για να συµµετάσχης πλήρως στις εργασίες αυτής της συνελεύσεως. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συνδέθηκε µε τους δυτικο-γερμανούς Ρεπουμπλικάνους (Republikaner) µε τους οποίους, βρισκόμαστε σε βαθειά διαφωνία κυρίως εξ αιτίας του Βορείου Τυρόλου. Μα από την µεριά µου ποτέ δεν απέκρυψα ότι το Εθνικό Μέτωπο και το ΜSΙ αντιπροσωπεύουν εντελώς διαφορετικούς πολιτικούς προσανατολισμούς. Η θέσις, µας διαφέρει κυρίως σε δύο πολύ σηµαντικά προβλήµατα, Το πρώτο είναι ο τοµέας της εξωτερικής πολιτικής. Απορρίπτοµε ολοκληρωτικά τον ατλαντισμό του Εθνικού Μετώπου, στην πραγματικότητα την εχθρότητα του προς τις Αραβικές χώρες και τον Τρίτο Κόσμο, την αδιαφορία του για τον πολιτιστικό εξαμερικανισμό. Είμαι από εκείνους που θεωρούν ότι το ΝΑΤΟ δεν είναι το πεπρωμένο µας! Δεν µπορούμε να είμαστε σύμφωνοι ούτε µε έναν παθιασµένο αντικομμουνισμό που τίθεται ως θεμέλιος λίθος κάθε εξωτερικής πολιτικής. Τελικώς εκτιμώ ότι στον κοινωνικό τοµέα, δεν μπορεί να τίθεται θέµα να περιοριστούμε σε δηλώσεις αρχών: η εφαρμογή ενός αληθινού κοινωνικού προγράμματος εμπεριέχει τον αγώνα µε επαναστατικό τρόπο ενάντια στον καπιταλισμό.



Πολύς κόσμος έξω από τα McDonald's της Μόσχας. Το σύμβολο του αμερικανικού καταναλωτισμού άσκησε μοιραία γοητεία στα μάτια των ανθρώπων που είχαν υποβληθεί στην ένδεια, ενώ παράλληλα βίωναν τις φιλελεύθερες πολιτικές «οικονομικού σοκ» που είχε υποδείξει η Αμερική στις τελευταίες κυβερνήσεις της ΕΣΣΔ (Γκορμπατσώφ & Γέλτσιν )



Όπως εμείς, οι μετανάστες είναι θύματα του καπιταλισμού



--Και το άλλο πρόβλημα;

---Είναι προφανώς το πρόβλημα της μεταναστεύσεως. Το Εθνικό Μέτωπο ποτέ δεν κατάλαβε πολύ καλά, ότι από ιστορική παράδοσι το ΜSΙ είναι το κόµµα των Ιταλών εργαζοµένων μεταναστών και ότι εξ αιτίας αυτού του γεγονότος είναι ανυπόφορες κάποιες ρητορικές σχηµατοποιήσεις για τους ψηφοφόρους µας. Γνωρίζομε εμείς οι Ιταλοί ότι η µετανάστευσις δεν αποτελεί µέρος κάποιας ευχαριστήσεως. Μεταναστεύοµε από ανάγκη, όχι για να κάνωµε τουρισμό. Ο μετανάστης λοιπόν για μας είναι κατ’ αρχήν ένα θύμα.[...] Θυμάμαι ένα ταξίδι πού είχα κάνει στο Μπέρμινχαμ, στην Μεγάλη Βρεττανία, µαζί µέ µέλη της επιτροπής Υγείας του Ιταλικού Κοινοβουλίου. Υπάρχουν στο Μπέρμινχαμ περίπου 500.000 μετανάστες Πακιστανικής ή Τζαμαϊκανής καταγωγής που ζούν σε αξιοθρήνητες συνθήκες. Να βλέπης αυτά τα πλήθη που περιπλανιόντουσαν κάτω από τήν βροχή, κάτω από τόν σκοτεινό ουρανό, υπήρξε για μένα ένα φρικτό θέαµα. Και έθεσα λοιπόν στον εαυτό μου το ερώτημα: µά τί κάνουν εδώ αυτοί οι άνδρες κι αυτές οι γυναίκες; Ποιός τοὺς αποστέρησε την ταυτότητά τους; Ποιός τούς έκανε νά έρθουν; Και συναισθάνθηκα για την κατάστασί τους ένα ζωντανό συναίσθηµα αλληλεγγύης. Κατάλαβα πραγματικά ότι ήταν τα θύματα ενός συστήµατος αλλοτριωτικού, εκριζωτικού του οποίου υφιστάμεθα και εμείς επίσης τα αποτελέσματα.
Δεν είναι οι μετανάστες που απειλούν την ταυτότητα µά αυτό το σύστηµα πού απειλεί συγχρόνως την ταυτότητά τους και τήν δική µας. Μάχοµαι λοιπόν γιά τήν ιδιαιτερότητα µας, όπως µάχοµαι και για τήν ιδιαιτερότητα των μεταναστών, δηλαδή µε άλλα λόγια για το κοινό µας δικαίωµα να ζήσωµε αρμονικά µς τήν δική µας καταγωγή. Πρέπει λοιπόν να τεθούν κάποιες ερωτήσεις. Ποιος έχει συμφέρον να ξεριζώση τούς μετανάστες; Γιατί οι άνθρωποι πρέπει να εγκαταλείψουν την γή τους και να αποκοπούν από τις παραδόσεις τους;[...]


Είμαστε η αληθινή δύναµις στην αμφισβήτησι του συστήµατος



Δεν χρειάζεται λοιπόν εμείς µε κανένα τρόπο να στηριχθούμε στην αστική τάξι με την ελπίδα να γοητεύσωμε ένα τμήμα του εκλογικού κοινού της Χριστιανικής Δημοκρατίας. Προορισμός µας είναι αντιθέτως νά συγκεντρώσωµε όλους τους ειλικρινείς αντιπάλους μιάς Χριστιανικής Δημοκρατίας πού αποτελεί την πιο τέλεια απεικόνισι του καθεστώτος των κομμάτων. Φιλοδοξία µου είναι να προσφέρω μιά διέξοδο σέ όλους τους απογοητευμένους της αριστεράς που αντελήφθησαν την αποτυχία του κομμουνισμού, µα που δεν είναι διατεθειμένοι γι’ αυτό να αναδιπλωθούν σε αντιδραστικές θέσεις. [...]

--Πως εκτιμάτε την παρούσα ιστορική στιγµή; Πώς βλέπετε τον ρόλο της Ευρώπης στα χρόνια που έρχονται:

---Ζούμε την ιστορική στιγµή της επανεξετάσεως των Ισορροπιών της Γιάλτας. Αυτή είναι µια επαναστατική κατάστασις αν τουλάχιστον παραδεχθούμε ότι οι επαναστάσεις µπορούν να πάρουν εξίσου μορφές κοινωνικές και πολιτιστικές. Όλο το πρόσφατο παρελθόν µας είχε κατασκευαστεί υπό τον όρο της ηγεμονίας των δύο υπερδυνάμεων. Όμως η Σοβιετική Ένωσι καταρρέει. Δεν είμαι από εκείνους πού πιστεύουν ότι η κατάρρευσις αυτή δίνει το σύνθημα της νίκης, του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Η επιθυμία ευζωίας των λαών της Ανατολικής Ευρώπης δέν περιορίζεται στην κατανάλωσι, στο σύστηµα των κομμάτων και στην οικονομία της αγοράς. Τα παγόβουνα του κομμουνισμού, διαλυόµενα θα απελευθερώσουν επίσης δυνάµεις παραδοσιακές, δυνάμεις, ενριζώσεως προσανατολισµένες σε κοινοτικές μορφές ζωής. Οι λαοί πού ξαναγεννιούνται δεν θέλουν πλέον τον κοµμουνισμό µά δεν θέλουν επίσης να υιοθετήσουν τον φιλοδυτισμό. Δεν θέλουν να αντικαταστήσουν μιά αλλοτρίωση µε μια άλλη, µα αντιθέτως να ξαναρχίσουν να ακούν την βαθειά τους φύσι. Υπάρχει εκεί µια ασυνήθιστη επαναστατική δυνατότητα,
Διαπράξαμε το σφάλμα να πιστέψωµε την εποχή του ψυχρού πολέμου ότι ο οδοστρωτήρας του κομμουνισμού είχε σκοτώσει τους λαούς. Δεν ήταν αλήθεια. Ο κομμουνισµός δολοφόνησε µε τρόπο αποτρόπαιο τα άτομα, µα οι λαοί είναι πάντα ζωντανοί. Η δοκιμασία απεκάλυψε έτσι πού ήταν το πιο στερεό και τώρα πρέπει να στηριχθούµε πάνω σ᾿ αυτό το πιο στερεό. Ομοίως στην Δυτική Ευρώπη δεν είμεθα παρά µόνο επιφανειακά εξαμερικανισμένοι. Το παρελθόν μας είναι πάντα εκεί. [...] »





 Κάνοντας μία ανασκόπηση των όλων όσων βιώνουμε σήμερα υπό της ηγεμονίας του διεθνούς φιλελευθερισμού και σε συνάρτηση με τον ανταγωνισμό των ΗΠΑ και της Ρωσίας, συνειδητοποιούμε ότι παρόλο που ο Rauti μιλούσε εντός του πλαισίου της κοινωνίας των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνος, τα λόγια του είναι και θα παραμείνουν διαχρονικά, και ο ίδιος θα πρέπει να αναγνωριστεί σαν μία σύγχρονη κατευθυντήρια ιδεολογική μορφή, πλάι σε άλλες μεγάλες προσωπικότητες του παρελθόντος και του μέλλοντος, για όσο θα μαίνεται ο αγώνας εναντίον του πιο επικίνδυνου εχθρού των εθνών.

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

Μία σύνοψη της Εθνικοσοσιαλιστικής αγροτικής μεταρρύθμισης - Α' Μέρος



Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, ηγετικές προσωπικότητες του NSDAP υπεδείκνυαν την μελλοντική πολιτική σχετικά με τον αγρότη και την γεωργική παραγωγή, σε περίπτωση που ο Εθνικοσοσιαλισμός ανελάμβανε τα ηνία της εξουσίας στην χώρα. Το Άρθρο 17 του πλέον γνωστού Προγράμματος των 25 Σημείων, που προτάθηκε από τον Gottfried Feder το 1920, έθετε σε γενικές γραμμές τις απαιτήσεις των Εθνικοσοσιαλιστών μεταρρυθμιστών του γερμανικού αγροτικού κόσμου. Το Άρθρο αναφέρει: «Απαιτούμε αναδασμό της γης βασισμένο στις εθνικές ανάγκες, την παροχή ενός νόμου για την απαλλοτρίωση της γης χωρίς αποζημίωση για δημόσιες ανάγκες. Κατάργηση του τόκου για τα δάνεια γης και πρόληψη κάθε κερδοσκοπίας στην γη». [1] Το συγκεκριμένο σημείο του προγράμματος, έλαβε μεγάλη κριτική και έτσι ο Hitler τον Απρίλιο του 1928, είδε την ανάγκη να διευκρινίσει πως «η απαλλοτρίωση της γης χωρίς αποζημίωση»  θα εφηρμόζετο μόνον στις γαίες που είχαν αποκτηθεί παρανόμως ή σε εκείνες, των οποίων οι ιδιοκτήτες, δεν διαχειρίζονταν την γη σύμφωνα με τα συμφέροντα του λαού. Επιπλέον, εξήγησε πως η απαλλοτρίωση της γης θα εφηρμόζετο πρώτα στις εβραϊκές εταιρείες που κερδοσκοπούσαν από τις γαίες. [2] 
 
Στις 30 Ιανουαρίου του 1933, ο Hitler κατέκτησε την θέση της Καγκελαρίας, εντός μίας κυβέρνησης συνασπισμού, με τον συντηρητικό Alfred Hugenberg, σαν υπουργό οικονομικών και γεωργίας. Όπως ήταν λογικό, η συνεργασία του Hitler με τον  Hugenberg, δεν έφερε κάτι καινούργιο στα πλαίσια της οικονομικής πολιτικής αλλά στην ουσία ήταν απλώς μία επέκταση των πολιτικών που είχαν ακολουθήσει οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Ειδικότερα, ο Hugenberg εφήρμοσε αύξηση στους δασμούς εισαγωγών επί των ζωοτροφών και του ζωικού κεφαλαίου, μείωση των τιμών στις ζωοτροφές πτηνών και επέκταση των χρεωστασίων όσον αφορά τις κατασχεμένες αγροτικές περιουσίες. [3] Στην πραγματικότητα, η Εθνικοσοσιαλιστική «μάχη για την αγροτική παραγωγή» ξεκίνησε μετά την άνοιξη του 1933.  
 Να σημειωθεί ότι οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι στην μεταπολεμική Γερμανία της εποχής, ήταν η τάξη η οποία είχε πληγεί περισσότερο από την οικονομική αστάθεια. Το αγροτικό εισόδημα του 1932-33 (1 Δισ. RM) ήταν το χαμηλότερο όλων των ετών από το 1913. [4] Οι συνολικές πωλήσεις αγροτικών προϊόντων έπεσαν από 10 Δισ. RM, σε 6.5 RM το 1932.[5] Τα λεγόμενα "Golden Twenties" της διαστροφικής Βαϊμάρης, που ξεκίνησαν γύρω στα 1924, δεν σήμαιναν στην πραγματικότητα ευδαιμονία για τον μέσο Γερμανό, αλλά δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια αυξημένη δραστηριότητα μερικών μεγάλων επιχειρήσεων, και η κερδοσκοπική απόσπαση χρήματος από βραχύβιες μετοχές στα πλαίσια του χρηματιστηρίου από μέλη της γερμανικής και ιουδαιογερμανικής ελίτ. Στην πράξη λοιπόν, μπορεί οι μισθοί την ίδια περίοδο να ανέβηκαν σε προ-πολεμικούς δείκτες, ωστόσο το υψηλό κόστος ζωής κρατούσε το εισόδημα του απλού Γερμανού αρκετά χαμηλό. Επιπλέον, άμεσοι και έμμεσοι φόροι σε συνδυασμό με την περιστασιακή εργασία, κρατούσε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, στο επίπεδο της λιμοκτονίας. [6]

 Όταν το DNVP διαλύθηκε, στις αρχές του καλοκαιριού του 1933, η παραίτηση του Hugenberg από το Υπουργείο Οικονομικών και Γεωργίας ήταν φυσικό επακόλουθο. Το υπουργείο χωρίστηκε, έπειτα, σε δύο τμήματα: Το Υπουργείο Οικονομικών υπό του Dr. Kurt Schmidt , ο οποίος αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 1934 από τον Hjalmar Schacht, και στο Υπουργείο Γεωργίας υπό του Walther Darré. Στόχος του τελευταίου και των υποστηρικτών του εντός του υπουργείου, ήταν η πλήρης αξιοποίηση της αγροτικής παραγωγής και η σύνδεση του Γερμανού αγρότη με την γη του. [7] 
 Το πρώτο βήμα για την δημιουργία μίας νέας γερμανικής αγροτικής τάξης, έγινε στις 29 Σεπτεμβρίου του 1933 με την εφαρμογή του «νόμου περί της κληρονομήσεως των αγροτεμαχίων από γενιά σε γενιά» (Reicherbhofgesetz) [8], ο οποίος εκδόθηκε κατ'εντολήν του NSDAP. Ο εν λόγω νόμος που αφορούσε το 1936, σχεδόν 1.000.000 οικογένειες και το 54% των καλλιεργήσιμων γαιών της χώρας, κατέτασσε όλα τα αγροκτήματα με ανώτατο όριο τα 125 εκτάρια, ως κληρονομήσιμα. Στόχος του νόμου ήταν η, όσο το δυνατόν, ίση αναδιανομή μικρών και μεσαίων αγροκτημάτων σε ολόκληρη την Γερμανία, τα οποία δεν εδύναντο να υποθηκευτούν, να πωληθούν, να κατασχεθούν ή γενικώς ο κάτοχος να τα ξεφορτωθεί με οιονδήποτε τρόπο, πέραν της μεταφοράς της κατοχής του αγροκτήματος στον επόμενο αρσενικό κληρονόμο της οικογένειας. Κατά τον τρόπο αυτό, ο νόμος εξασφάλιζε επιπλέον, ότι το εκάστοτε αγρόκτημα θα άνηκε σε μόνον σε Αρίους γερμανικής καταγωγής.
Παρά την σημαντικότητα του νόμου για την εθνικοσοσιαλιστική πολιτική περί του «Αίματος και της Γης», η εφαρμογή του έλαβε νόημα, μόνον αφού η κυβέρνηση εξέδωσε νομοθεσία για την εξάλειψη της διαφοράς στα επίπεδα τιμών μεταξύ των αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων. 

 Εξ αρχής, το NSDAP θεωρούσε πως το πρώτο και θεμελιώδες καθήκον της εθνικοσοσιαλιστικής κυβέρνησης εντός των πλαισίων δημιουργίας μία οργανικής οικονομίας, ήταν να αυξήσει το εισόδημα των αγροτών χωρίς ταυτόχρονα να μειώσει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο, η κυβέρνηση θεώρησε αρχικά πως έπρεπε όλοι οι αγρότες να οργανωθούν κατά τα στρατιωτικά πρότυπα και να εφαρμοστεί αυστηρός έλεγχος. 
 Προκειμένου η κυβέρνηση να ελέγξει αποτελεσματικά τις τιμές των αγροτικών προϊόντων και τους κανονισμούς της αγοράς, ίδρυσε δια νόμου, στις 13 Σεπτεμβρίου του 1933, το Reichsnährstand (Κρατική Συντεχνία Τροφίμων), στο οποίο ενσωματώθηκαν υποχρεωτικά εντός αυτού, όλοι οι αγρότες και οι διανομείς αγροτικών προϊόντων. Τα κεντρικά γραφεία του οργανισμού, υπό των οποίων ετέθησαν οι τοπικοί αγροτικοί συνεταιρισμοί, ήταν υπό τον έλεγχο του Walther Darré που ήταν υπεύθυνος του εν λόγω οργανισμού αλλά και υπουργός Επισιτισμού και Γεωργίας. Ο έλεγχος του NSDAP επί αυτής της θεσμικής και διοικητικής εταιρείας, εξασφαλίστηκε με τον διορισμό μελών του κόμματος σε θέσεις κλειδιά των συνεταιρισμών, σε τοπικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο περιφέρειας. Πρώτος και άμεσος στόχος του οργανισμού, ήταν ο περιορισμός των εισαγωγών σε είδη τροφίμων και σε ζωοτροφές. Το γερμανικό «κορπορατιστικό πείραμα» ήταν για αρχή επιτυχές, καθώς η εξάρτηση της Γερμανίας από ξένες πηγές τροφίμων μειώθηκε κατά 39%, εντός των ετών 1932-1935. [9] Επιπλέον, οι γαίες για την καλλιέργεια σιταριού, αυξήθηκαν από τα 1.169.818 εκτάρια, το 1930 , στα 2.317.500, το 1933. [10]
 Ο έλεγχος των τιμών και η ρύθμιση της γερμανικής αγοράς πραγματοποιήθηκαν μέσω νομοθεσίας (26 Σεπτεμβρίου 1933). [11] Σύμφωνα με την τελευταία, η κυβέρνηση αναλάμβανε την ανάθεση ποσοστώσεων (quotas) στους αγρότες αλλά και τον καθορισμό των τιμών των αγροτικών προϊόντων. Η παραπάνω ρύθμιση είχε θετικό αντίκτυπο καθώς εξαλείφθηκε η κερδοσκοπία και ο αγρότης λάμβανε μία αξιόλογη αμοιβή για την εργασία του.[12] Εν ολίγοις, ο αγρότης λάμβανε υποδείξεις για το πόσο θα καλλιεργήσει και για το πόσο θα αμειφθεί για την παραγωγή του, ο μυλωνάς για το πόσο σιτάρι θα αλέσει και για το πόσο θα πουλήσει το αλεύρι που επεξεργάστηκε, και ούτω καθεξής. Εκ των ανωτέρω φαίνεται πως δεν ετέθησαν μόνον οι αγρότες εκτός του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά όλες οι επιχειρήσεις που σχετίζονταν με την αγροτική παραγωγή και την επεξεργασία της. 

Μία ακόμη σημαντική πτυχή της αγροτικής πολιτικής που ακολούθησαν οι Εθνικοσοσιαλιστές ήταν τα έργα αξιοποίησης γαιών σε βάλτους και έρημες περιοχές, που όμως ήταν δυνατόν να μετατραπούν σε καλλιεργήσιμες. Το κόστος αυτών των έργων από το 1933 έως το 1935, υπολογίζεται στα 256.270.382 RM. Σε μεγάλο βαθμό, τα έργα χρηματοδοτήθηκαν από την κυβέρνηση ωστόσο κρίνεται απαραίτητη η μνεία στην Reichsarbeitsdienst (RAD: Υπηρεσία Εργασίας του Ράιχ). Η οργάνωση έδωσε στην κυβέρνηση την δυνατότητα χρήσης ενός τεράστιου εργατικού δυναμικού, με μηδενικό κόστος, πέρα από την στέγαση και την σίτιση του, καθώς όλοι οι Γερμανοί νέοι 18 ετών επιστρατεύονταν στην οργάνωση και επιτελούσαν θητεία διαρκείας έξι μηνών. Το 70 με 80% του εργατικού δυναμικού της υπηρεσίας πραγματοποιούσε καθήκοντα στον αγροτικό τομέα. Τέλος, η κυβέρνηση επιδότησε όσους αγρότες έπαιρναν περισσότερους εργαζόμενους από ό,τι χρειάζονταν κατ' ελάχιστον.


Μέλη του RAD κατά την διάρκεια της συγκομιδής στην Ανατολική Πρωσσία


Το αγροτικό σύστημα που διαμόρφωσε η Εθνικοσοσιαλιστική κυβέρνηση αδιαμφισβήτητα στόχευε στην αύξηση της παραγωγής και στην αυτάρκεια της χώρας επί του συγκεκριμένου τομέα. Η όλη προσπάθεια ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο τον Οκτώβριο του 1936 με την εκκίνηση του Τετραετούς Σχεδίου με επικεφαλής τον Hermann Göring. Άμεσα σχηματίστηκαν από τον τελευταίο, για λόγους διαχείρισης, έξι διαφορετικά τμήματα, καθένα από τα οποία θα ασχολείτο με προβλήματα παραγωγής, κατανομής, ξένων συναλλαγών και ελέγχου τιμών. Το σχέδιο επηρέασε εμφανώς την αγροτική παραγωγή με αποτέλεσμα το 1937 οι τιμές των λιπασμάτων να μειωθούν υποχρεωτικά στα 2/3 των προηγούμενων επιπέδων τους. Επιπλέον τα ιδρύματα χορήγησης γεωργικών πιστώσεων επεκτάθησαν με κυβερνητική ενίσχυση (αυτό πραγματοποιήθηκε από ένα μίγμα κρατικής επιχορήγησης και εσόδων που συγκεντρώθηκαν σε συντεχνιακό επίπεδο).[13] 

Συμπερασματικά, δεν επετεύχθη ο στόχος της αγροτικής αυτάρκειας στην Γερμανία, παρόλα αυτά δεν θα μπορούσε κάποιος να καταλογίσει την συγκεκριμένη "αποτυχία" στην Εθνικοσοσιαλιστική κυβέρνηση, καθώς είναι γενικώς παραδεκτό πως λόγω των ιδιοτήτων του ίδιου του γερμανικού εδάφους, δεν ήταν δυνατή μία αγροτική παραγωγική επέκταση που να κάλυπτε πλήρως τις ανάγκες του γερμανικού έθνους. Ωστόσο πρέπει να αναφερθεί ότι η Γερμανία μέχρι το 1937 είχε "κλείσει" το έλλειμα των αγροτικών και επισιτιστικών αναγκών της κατά 17% - πράγμα το οποίο δεν θα πρέπει να θεωρείται απλή υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψιν την κατάσταση στην οποία βρήκαν οι Εθνικοσοσιαλιστές την αγροτική τάξη και τους περιορισμούς του γερμανικού εδάφους.


Πηγές 




[2] Ιδέ ανωτέρω (υποσημείωση στο Άρθρο 17) 

 Στις 13 Απριλίου 1928, ο Αδόλφος Χίτλερ έκανε την ακόλουθη δήλωση σχετικά με αυτό το πρόγραμμα:

«Είναι απαραίτητο να δοθεί η ακόλουθη διευκρίνηση, στην εσφαλμένη ερμηνεία εκ μέρους των αντιπάλων μας, του σημείου 17 του προγράμματος του NSDAP: 
Δεδομένου ότι το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα δέχεται την αρχή της ιδιωτικής περιουσίας, είναι αυτονόητο ότι η έκφραση «απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση» αναφέρεται μόνο στη δημιουργία νομικών δυνατοτήτων για την απαλλοτρίωση γης, αν είναι απαραίτητο, που έχει αποκτηθεί παράνομα ή δεν τίθεται όσον αφορά την διαχείριση υπό το πρίσμα της εθνικής ευημερίας. Κατά συνέπεια, αυτό στρέφεται πρωτίστως κατά των εβραϊκών εταιρειών που κερδοσκοπούν από τη γη.» 

Μόναχο. 13 Απριλίου 1928


[3] Manchester Guardian Weekly, 17 February 1933


[4] "The Spirit and Structure of German Fascism", Robert A. Brady, σελ. 215 


[5] C. W. Guillebaud, The Economic Recovery of Germany from 1933 to the Incorporation of Austria in 1938, p. 28, 155 (London, 1999).


[6] "The Spirit and Structure of German Fascism", Robert A. Brady, σελ. 26 


[7] Marie Philippi Jasny, "Some Asperts of German Agricultural Settlement," Political Science Quarterly, 82:215-220 (June 1987).




[9] John C. de Wilde, "The German Economic Dilemma,"Foreign Policy Reports", Mar. 15, 1937, p. 12.


[10] Vaso Trivanovitch, Economic Development of Germany under National Socialism, (National Industrial Conference Board, Studies 256), 117 (New York, 1937).


[11] Zeitliche Übersicht des Reichsgesetzblattes, Teil 1, Jahrgang 1933 S. XXXIX, 26 September 1933


[12] Rawlins Report, Manchester Guardian Weekly, 28 October 1934 


[13] Pre-War Nazi Agrarian Policy, James Miller, p. 180



Η Κριτική του Carl Schmitt ενάντια στον Φιλελευθερισμό και η έννοια της Απο-Πολιτικοποίησης

  Το 1932, στις τελευταίες ημέρες της θνήσκουσας δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο Carl Schmitt εκδίδει το βιβλίο του "Η Έννοια του Πολιτικού...