Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Η Κριτική του Carl Schmitt ενάντια στον Φιλελευθερισμό και η έννοια της Απο-Πολιτικοποίησης

 


Το 1932, στις τελευταίες ημέρες της θνήσκουσας δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο Carl Schmitt εκδίδει το βιβλίο του "Η Έννοια του Πολιτικού" (The Concept of the Political - Der Begriff des Politischen). Ο Schmitt αναλύει διεξοδικά ποια είναι η φύση του Πολιτικού στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Συνοπτικά, η έννοια του Κράτους προϋποθέτει την έννοια του Πολιτικού. Έχοντας ο συγγραφέας στο μυαλό του τα σύγχρονα εθνικά κράτη, και όχι τις διάφορες πολιτικές οντότητες της αρχαίας ή μεσαιωνικής περιόδου, ορίζει το Κράτος «με την κυριολεκτική του έννοια και την ιστορική του εμφάνιση» ως μία συγκεκριμένη οντότητα ενός λαού, η οποία αντιθέτως με τα υπόλοιπα συλληφθέντα είδη οντοτήτων, αποτελεί στην τελική περίπτωση την απόλυτη εξουσία.

Ο Schmitt θεωρεί πως όλες οι έννοιες έχουν μία δική τους βαθύτερη ουσία, παρόλα αυτά εκείνη του Πολιτικού, δεν είχε οριστεί και πάντοτε χρησιμοποιείτο κατά τρόπο αρνητικό, δηλαδή κατά σύγκρισιν, με άλλες έννοιες, όπως για παράδειγμα "Πολιτική και Ηθική", "Πολιτική και Οικονομία" και ούτω καθεξής. Έτσι, το Πολιτικό «πρέπει επομένως να βασίζεται στις δικές του τελικές διακρίσεις, στις οποίες μπορεί να ανιχνευθεί κάθε δράση με συγκεκριμένο πολιτικό νόημα». Εφόσον στην Αισθητική όλα μπορούν να αναχθούν σε τελικό επίπεδο, στο Όμορφο και το Άσχημο, στην Ηθική ανάμεσα στο Καλό και το Κακό, στην Οικονομία στο Κέρδος και την Ζημία, στο Πολιτικό μπορεί να συμπυκνωθεί στην διαφοροποίηση μεταξύ Φίλου-Εχθρού. Το Πολιτικό αποτελεί την αιώνια τάση των ανθρώπινων συλλογικοτήτων να αντιλαμβάνεται η μία την άλλη ως εχθρική - δηλαδή ως συγκεκριμένες ενσαρκώσεις διαφορετικών και ξένων τρόπων ζωής, ηθών, ιδεών και ούτω καθεξής. Ο Εχθρός υπάρχει μόνον, όταν μία εμπόλεμη συλλογικότητα ανθρώπων συναντά μία παρόμοια συλλογικότητα. Ο Φιλελευθερισμός σε ένα από τα τυπικά του οικονομικά και διανοητικά διλήμματα, γράφει ο Schmitt, προσπάθησε να μετατρέψει τον εχθρό εξ όψεως των οικονομικών σε έναν ανταγωνιστή, και στο διανοητικό πεδίο ως απλώς έναν αντίπαλο συζήτησης (debating adversary) - «Στον τομέα της οικονομίας δεν υπάρχουν εχθροί, μόνο ανταγωνιστές, και σε έναν απόλυτα ηθικό κόσμο ίσως μόνο διχογνωμούντες συνδιαλεγόμενοι». Τονίζεται όμως, από τον Schmit, πως ο Εχθρός δεν είναι απλώς ανταγωνιστής, αλλά ούτε και κάποιος με τον οποίο έχουμε προσωπική έχθρα. Ο Εχθρός είναι μόνον και απαραίτητα ο δημόσιος εχθρός, διότι όλα όσα έχουν σχέση με μία τέτοια συλλογικότητα ανθρώπων, ειδικά με ένα έθνος, γίνονται δημόσια, δυνάμει μίας τέτοιας σχέσης. Δανειζόμενος την διάκριση που έκανε και ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία», ο Schmitt γράφει πως ο Εχθρός είναι «hostis», όχι «inimicus», δηλαδή «πολέμιος», όχι «ἐχθρός», που σημαίνει μισητός στα αρχαία ελληνικά. Το συχνά αναφερόμενο «Αγαπάτε τους έχθρούς υμών» (Matt. 5:44; Luke 6:27), μεταφράζεται στα λατινικά ως "diligite inimicos vestros" και όχι ως "diligite hοstes vestrοs". «Πουθενά δεν γίνεται αναφορά περί του Πολιτικού Εχθρού», σημειώνει, και συνεχίζει λέγοντας «Ποτέ στη χιλιετή πάλη μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων δεν σκέφτηκε ένας Χριστιανός να παραδόσει αντί να υπερασπιστεί την Ευρώπη από αγάπη προς τους Σαρακηνούς ή τους Τούρκους. ο εχθρός με την πολιτική έννοια δεν χρειάζεται να μισείται προσωπικώς».

Εντός του κοινοβουλευτισμού, η διαφοροποίηση Φίλου-Εχθρού αρχίζει να χάνει το νόημα της, και επειδή σχετικοποιείται από το αστικό κράτος και ταυτίζεται με τον πολιτικαντισμό των κομμάτων, λαμβάνει μία μορφή παρασιτική, μία μορφή καρικατούρας. Παρόλα αυτά, είναι γεγονός ότι η ουσία του Πολιτικού εμπεριέχεται στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου ανταγωνισμού που εξακολουθεί να εκφράζεται στην καθημερινή γλώσσα, ακόμη και όπου η επίγνωση της ακραίας περίπτωσης (δηλ. του Πολεμίου) έχει χαθεί εντελώς. Όλες οι πολιτικές έννοιες, εικόνες και όροι έχουν πολεμική σημασία. Επικεντρώνονται σε ένα συγκεκριμένο συγκρουσιακό πλαίσιο και είναι δεσμευμένες σε μια συγκεκριμένη κατάσταση· Το αποτέλεσμα (το οποίο εκδηλώνεται σε πόλεμο ή επανάσταση) είναι μια ομαδοποίηση φίλου-εχθρού, με τα παραπάνω να μετατρέπονται σε κενές και φανταστικές αφηρημένες έννοιες, όταν αυτή η κατάσταση εξαφανίζεται. Όπως σε κάθε πολιτική έννοια, η έννοια της ουδετερότητας υπόκειται επίσης στην τελική προϋπόθεση μιας πραγματικής πιθανότητας ομαδοποίησης φίλου και εχθρού. Αν μόνον η ουδετερότητα επικρατήσει στον κόσμο, τότε όχι μόνον ο πόλεμος, αλλά και η ίδια ουδετερότητα θα έφτανε στο τέλος της. Ένας κόσμος στον οποίο η πιθανότητα πολέμου έχει εξαλειφθεί τελείως, μια απολύτως ειρηνική κατάσταση, θα ήταν ένας κόσμος χωρίς τη διάκριση του φίλου και του εχθρού και επομένως ένας κόσμος χωρίς πολιτική.

Αφού αναλύθηκε συνοπτικά η έννοια του Πολιτικού, φτάνουμε σε μία πολύ σημαντική κριτική του Schmitt εναντίον του Φιλελευθερισμού, με την έννοια της απο-πολιτικοποίησης (depoliticization). Αρχικά κατά τον Schmitt, το φιλελεύθερο ιδανικό της οικουμενισμού (universalism) δεν μπορεί να υφίσταται. Επί λέξει αναφέρει:

«Η πολιτική οντότητα προϋποθέτει την πραγματική ύπαρξη εχθρού και άρα συνύπαρξη με άλλη πολιτική οντότητα. Έτσι, όσο υπάρχει ένα κράτος, θα υπάρχουν πάντα στον κόσμο και περισσότερα από ένα κράτη. Ένα παγκόσμιο κράτος (world state), συμπεριληπτικό ολόκληρης της υφηλίου και όλης της ανθρωπότητας δεν μπορεί να υπάρξει. Ο πολιτικός κόσμος είναι πολυσυμπαντικός (multiverse), όχι μονο-συμπαντικός. Υπό αυτή την έννοια, κάθε θεωρία του κράτους είναι πλουραλιστική. [...] Η πολιτική οντότητα δεν μπορεί από τη φύση της να είναι οικουμενική με την έννοια του να αγκαλιάζει όλη την ανθρωπότητα και όλο τον κόσμο. Σε περίπτωση που τα διαφορετικά κράτη, οι θρησκείες, οι τάξεις και οι ανθρώπινες ομάδες γίνουν ένα και το αυτό, ώστε μια σύγκρουση ανάμεσά τους καθίσταται αδύνατη και μάλιστα αδιανόητη, και που ο εμφύλιος πόλεμος αποκλείεται σαν πιθανότητα εντός μίας επικράτειας που εγκολπώνεται όλο τον κόσμο, τότε θα έπαυε και η διάκριση μεταξύ φίλου και εχθρού. Αυτό που απομένει δεν είναι ούτε η πολιτική ούτε το κράτος[...] Η Ανθρωπότητα (σ.σ. Humanity, εννοώντας την αφηρημένη φιλελεύθερη έννοια περί μιας ενιαίας διεθνούς ανθρώπινης οντότητας) ως τέτοια δεν μπορεί να διεξάγει πόλεμο γιατί δεν έχει εχθρό, τουλάχιστον σε αυτόν τον πλανήτη. Η έννοια της Ανθρωπότητας αποκλείει την έννοια του εχθρού, γιατί ο εχθρός δεν παύει να είναι ένα ανθρώπινο ον - και ως εκ τούτου δεν υπάρχει συγκεκριμένη διαφοροποίηση σε αυτή την έννοια. Το ότι οι πόλεμοι διεξάγονται στο όνομα της ανθρωπότητας δεν αποτελεί αντίφαση αυτής της απλής αλήθειας. Αντιθέτως, έχει ένα ιδιαίτερα έντονο πολιτικό νόημα. Όταν ένα κράτος πολεμά τον πολιτικό εχθρό του στο όνομα της ανθρωπότητας, δεν είναι πόλεμος για χάρη της ανθρωπότητας, αλλά ένας πόλεμος στον οποίο ένα συγκεκριμένο κράτος επιδιώκει να σφετεριστεί μια καθολική αντίληψη ενάντια στον στρατιωτικό της αντίπαλο. Εις βάρος του αντιπάλου του, προσπαθεί να ταυτιστεί με την ανθρωπότητα με τον ίδιο τρόπο που μπορεί κανείς να κάνει κακή χρήση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της προόδου και του πολιτισμού ώστε να τα διεκδικήσει ως δικά του και να τα αρνηθεί στον εχθρό. Η έννοια της ανθρωπότητας είναι ένα ιδιαίτερα χρήσιμο ιδεολογικό όργανο ιμπεριαλιστικού επεκτατισμού, και όσον αφορά την ηθική-ανθρωπιστική του μορφή είναι ένα όχημα του οικονομικού ιμπεριαλισμού. Σε αυτό το σημείο θυμάται κανείς μία περίπου τροποποιημένη έκφραση του Προυντόν: Όποιος επικαλείται την Ανθρωπότητα θέλει να εξαπατήσει. Το να κατάσχεις την λέξη ανθρωπιά, το να επικαλεστείς και να μονοπωλήσεις έναν τέτοιο όρο έχει πιθανόν ορισμένα ανυπολόγιστα αποτελέσματα, όπως η άρνηση της ιδιότητας του ανθρώπου στον εχθρό και η επικήρυξη του ως τον παράνομο της ανθρωπότητας· και ένας πόλεμος μπορεί έτσι να οδηγηθεί στην πιο ακραία απανθρωπιά. Αλλά εκτός από αυτή την άκρως πολιτική χρήση του μη πολιτικού όρου Ανθρωπότητα, δεν υπάρχουν πόλεμοι της Ανθρωπότητας ως τέτοιοι. Η Ανθρωπότητα δεν είναι μια πολιτική έννοια και καμία πολιτική οντότητα ή κοινωνία και κανένα καθεστώς δεν αντιστοιχεί σε αυτήν. Το ανθρωπιστικό (humanitarian) νοητό κατασκεύασμα της  Ανθρωπότητας κατά τον 18ο αιώνα, υπήρξε μια πολεμική άρνηση του τότε υπάρχοντος αριστοκρατικού φεουδαρχικού συστήματος και των προνομίων που το συνόδευαν. Η Ανθρωπότητα σύμφωνα με το φυσικό δίκαιο και τα φιλελεύθερα-ατομικιστικά δόγματα είναι ένα οικουμενικό,(δηλ. καθολικό), κοινωνικό ιδανικό, ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ ατομικοτήτων. Αυτό υλοποιείται μόνο όταν αποκλείεται η πραγματική πιθανότητα πολέμου και κάθε διάκριση φίλων και εχθρών καθίσταται αδύνατη. Σε αυτή την οικουμενική κοινωνία δεν θα υπήρχαν πλέον έθνη με τη μορφή πολιτικών οντοτήτων, ούτε ταξικοί αγώνες και καμία ομαδοποιήση εχθρών. Η ιδέα της Κοινωνίας των Εθνών ήταν σαφής και ακριβής, εφόσον ένα τέτοιο σώμα θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μια πολεμική αντίθεση μιας ένωσης των μοναρχών (League of Monarchs). Σε αυτό το πλαίσιο εμφανίστηκε η γερμανική λέξη Völkerbund (Κοιν. των Εθνών στα γερμανικά) τον 18ο αιώνα. Αλλά αυτό το πολεμικό νόημα εξαφανίστηκε παράλληλα με την πολιτική σημασία της μοναρχίας. Η Κοινωνία των Εθνών θα μπορούσε επιπλέον να χρησιμεύσει ως ιδεολογικό όργανο για την διεξαγωγή ιμπεριαλισμού ενός κράτους ή ενός συνασπισμού κρατών εναντίον άλλων κρατών.

Αυτό επιβεβαίωνει όλα όσα ειπώθηκαν προηγουμένως σχετικά με την πολιτική χρήση του όρου ανθρωπότητα. Για πολλούς ανθρώπους το ιδανικό ενός παγκόσμιου οργανισμού δεν σημαίνει τίποτα άλλο από την ουτοπική ιδέα της ολοκληρωτικής απο-πολιτικοποίησης. Απαιτείται λοιπόν, σχεδόν πάντα αδιακρίτως, να γίνουν μέλη του όλα τα κράτη στη γη το συντομότερο δυνατό και αυτός να είναι οικουμενικός. Η οικουμενικότητα με οποιοδήποτε τίμημα, θα πρέπει απαραίτητα να σημαίνει πλήρη απο-πολιτικοποίηση και παραλλήλως με αυτήν, την ανυπαρξία κρατών.»

Κατάφερε όμως η Κοινωνία των Εθνών και ο φιλελεύθερος οικουμενισμός στην πραγματικότητα να καταστρέψουν τα κράτη, τα έθνη, τους Εχθρούς ή να "απο-πολιτικοποιήσουν" εν γένει τον πλανήτη και προπάντων τον εαυτό τους; Η απάντηση του Schmitt είναι αρνητική, και αυτό διότι αν υφίστατο πράγματι η οικουμενικότητα και η απο-πολιτικοποίηση της τότε το δικαίωμα της διεξαγωγής πολέμου (jus belli) θα έπρεπε τελείως να καταργείτο αντί να μεταφέρετο απλώς στους θιασώτες του φιλελευθερισμού και την Κοινωνία των Εθνών (σήμερα ΟΗΕ). Μια ένωση εθνών ως υπάρχουσα παγκόσμια ανθρώπινη οργάνωση, θα έπρεπε να ολοκληρώσει το δύσκολο έργο, αρχικά της αποτελεσματικής στέρησης του jus belli από όλες τις  ανθρώπινες ομαδοποιήσεις (πχ. έθνη, κράτη κτλ.), και, έπειτα της κατάργησης του δικού της. Διαφορετικά, η οικουμενικότητα, ο ανθρωπισμός, η απο-πολιτικοποιημένη κοινωνία κτλ. θα εξαλειφθούν και θα επιστρέψουμε στο προηγούμενο στάδιο.

 Επιπλέον ο Schmitt σημειώνει «Αν ένα παγκόσμιο κράτος (world state) συμπεριλάμβανε ολόκληρη την υφήλιο και την ανθρωπότητα, τότε δεν θα αποτελούσε πολιτική οντότητα και θα μπορούσε να αποκαλείται κράτος με μία τελείως χαλαρή έννοια. Αν μάλιστα όλη η ανθρωπότητα και ολόκληρος ο κόσμος γινόταν μια ενοποιημένη οντότητα βασισμένη αποκλειστικά στην οικονομία, τότε δεν θα ήταν τίποτα παραπάνω από μία κοινωνική οντότητα ενοικιαστών πολυκατοικίας, πελατών που αγοράζουν καύσιμα από την ίδια εταιρεία ή επιβατών που ταξιδεύουν στο ίδιο λεωφορείο. Μια ομάδα συμφερόντων που ασχολείται αποκλειστικά με τα οικονομικά δεν μπορεί να γίνει κάτι περισσότερο από αυτό, ελλείψει αντιπάλου. Εάν αυτή η ομάδα συμφερόντων θέλει επίσης να γίνει πολιτιστική, ιδεολογική ή με κάποιον τρόπο πιο φιλόδοξη, παραμένοντας ωστόσο αυστηρά μη πολιτική, τότε θα αποτελέσει έναν ουδέτερο συνεταιρισμό καταναλωτών ή παραγωγών που κινείται μεταξύ των πόλων της ηθικής και της οικονομίας. Δεν θα γνώριζε ούτε κράτος, ούτε βασίλειο, ούτε αυτοκρατορία, ούτε δημοκρατία ούτε μοναρχία, ούτε αριστοκρατία,[...]και θα έχανε εντελώς τον πολιτικό της χαρακτήρα. 

Το σημαντικό ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι σε ποιον θα μεταβιβαστεί η τρομακτική δύναμη που υπονοείται σε μια παγκόσμια οικονομική και τεχνική οργάνωση. Αυτό το ερώτημα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να απορριφθεί με την πεποίθηση ότι τότε όλα θα λειτουργούσαν αυτόματα, ότι τα πράγματα θα διοικούσαν τους εαυτούς τους και πως μια κυβέρνηση από ανθρώπους επί των υπόλοιπων ανθρώπων θα ήταν περιττή επειδή οι άνθρωποι τότε θα ήταν απολύτως ελεύθεροι. Για ποιο σκοπό θα ήταν ελεύθεροι;»

Η «αιχμή του δόρατος» όμως της κριτικής του Schmitt εναντίον του φιλελευθερισμού, μόλις τώρα αρχίζει. Υπάρχει ένα παράδοξο στη φιλελεύθερη αντίληψη του κράτους. Όπως λέει, ο φιλελευθερισμός δεν προσφέρει καμία θετική θεωρία για το Κράτος, με αποτέλεσμα το κράτος στον φιλελευθερισμό να λειτουργεί απλώς ως μία κατασκευή προερχόμενη εκ του Κοινωνικού Συμβολαίου, ώστε να αποφευχθεί η λεγόμενη φυσική κατάσταση του ανθρώπου (σ.σ. State of Nature, ιδέ Hobbes, Locke, Rousseau). Δεν βρίσκουμε καμία εκπλήρωση ως άνθρωποι στην έννοια του Πολιτικού, διότι ο άνθρωπος στην φιλελεύθερη ανθρωπολογική θεωρία δεν είναι «φύσει πολιτικόν ζώον». Επομένως, το κράτος υπάρχει πραγματικά μόνο για «καλοήθη» ηδονισμό ή πολιτικό ηδονισμό που προάγει την ευχαρίστηση του εαυτού μεταξύ των ατόμων. 

Ο Φιλελευθερισμός προσπάθησε να συνδέσει το Πολιτικό με το Ηθικό και έπειτα να υποτάξει αυτά τα δύο στην οικονομία. Έχει δημιουργήσει ένα δόγμα για τη διάκριση και την εξισορρόπηση των εξουσιών, δηλαδή ένα σύστημα από μηχανισμούς ελέγχου της κυβέρνησης και του κράτους. Αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε ως θεωρία του κράτους ούτε ως βασική πολιτική αρχή. Αυτή η προοπτική, φυσικά, είναι η ουσία της αντίθεσης του ορισμού του Πολιτικού που ο Schmit ανέλυσε στην αρχή του βιβλίου του. Ο Φιλελευθερισμός στην πραγματικότητα δεν έχει θεωρία περί Κράτους.  Επιπλέον, η φιλελεύθερη οικοδόμηση της πολιτικής κοινωνίας αφοπλίζει το κράτος και την πολιτική και το καθιστά μια πιο αδύναμη πολιτική οντότητα από τα ισχυρά, αυταρχικά ή ολιστικά κράτη που προηγήθηκαν αυτού. Οι εσωτερικές αντιφάσεις και τα παράδοξα του Φιλελευθερισμού διαδραματίζονται κατά τον Schmitt με περίεργους τρόπους. Ο Φιλελευθερισμός θέλει να ελέγξει το κράτος με τους μηχανισμούς ελέγχου και ισορροπίας και μέσω συμβιβασμών στην πολιτική κοινωνία. Παρόλα αυτά το παραπάνω σύστημα που στοχεύει στον συμβιβασμό, αποπολιτικοποιεί την κοινωνία και μεταμορφώνει το πώς αντιλαμβανόμαστε τη φύση της πολιτικής. Αντί η τελευταία να αφορά σκληρές αποφάσεις, την υπεράσπιση κυριαρχίας και την συλλογική προσπάθεια, εκφυλίζεται στην συσχέτιση με το προσωπικό συμφέρον και τον πλουτισμό, δηλαδή κάνουμε λόγο για την Λωκιανή αντίληψη της ανθρώπινης φύσης και πολιτικής. Όλοι οι άνθρωποι μετατρέπονται σε ορθολογικούς οικονομικούς παράγοντες οι οποίοι μπορούν να διαπραγματευτούν και να συζητήσουν λογικώς. Ωστόσο, η ανθρώπινη φύση και η ανθρώπινη εμπειρία μας δείχνουν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ο φιλελευθερισμός προσπαθεί να μας πείσει. Κατά τον Schmitt, ο άνθρωπος είναι ζώο κυριαρχικό και πολεμικό. Δείχνει πίστη στην συλλογικότητα/φυλή (tribalist) και δεν είναι ατομικιστής. Προωθεί πρώτα τα ομαδικά συμφέροντα. Μερικές φορές παίρνει παράλογες αποφάσεις, οι οποίες βασίζονται στις έμφυτες παθολογικές επιθυμίες του παρά στην όποια λογική αξιοποιεί ο εγκέφαλός του. Την ίδια στιγμή που ο φιλελεύθερος επιθυμεί αυτό το σύστημα ελέγχων και ισορροπιών για τον περιορισμό του κράτους, η ίδια η κατασκευή του κράτους εμφανίζεται ως απαραίτητη για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων εκείνων, που απειλούνταν κατά την Φυσική Κατάσταση (State of Nature). Επιπλέον, για να απολαμβάνουν οι άνθρωποι όλο και μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη, το κράτος πρέπει να επεκτείνει την δύναμη και το μέγεθος του προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις μίας διαρκώς διευρυνόμενης, οικονομικής και καταναλωτικής κοινωνία. Ο φιλελευθερισμός διαχωρίζει τον Εαυτό από την πολιτική μας φύση και μας υποβιβάζει σε οικονομικούς καταναλωτές. Ωστόσο, όταν η σύγκρουση και η ανάγκη για αγώνα εμφανίζονται, ο φιλελευθερισμός δεν μπορεί να απαιτήσει από τους πολίτες να κάνουν την απόλυτη θυσία, δηλαδή να δώσουν την ζωή τους για την κοινότητα τους. Αυτό θεωρείται από τον Schmitt ως η απο-πολιτικοποίηση στην πράξη. Φτάνουμε έτσι σε ένα ολόκληρο σύστημα αποστρατιωτικοποιημένων και αποπολιτικοποιημένων εννοιών. Σύμφωνα με τον Schmitt, ο άνθρωπος είναι μεθυσμένος από τον ηδονιστικό μηδενισμό. Ουσιαστικά έχει γίνει ο τελευταίος άνθρωπος του Νίτσε. Δεν ξέρει πια ποιός είναι. 

Ο κίνδυνος όμως είναι ότι οι άλλοι άνθρωποι γνωρίζουν την πολεμική και συγκρουσιακή φύση τους, όπως και την διάκριση φίλου-εχθρού, με αποτέλεσμα «αυτοί οι άγριοι/απολίτιστοι» όπως συνηθίζουμε να τους αποκαλούμε θα συντρίψουν και θα εξαφανίσουν τον λεγόμενο "διαφωτισμένο" φιλελεύθερο άνθρωπο. Ο φιλελεύθερος άνθρωπος είναι αποπολιτικοποιημένος, δηλαδή αποστρέφεται τον κίνδυνο. Επειδή όμως οντολογικά η ζωή, υποστηρίζει ο Schmitt, ορίζεται από την διάκριση φίλου και εχθρού, ο φιλελευθερισμός δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτή την πραγματικότητα, με αποτέλεσμα κι αυτός, κατά ειρωνικό τρόπο, να γίνεται ένα κυριαρχικό και καταπιεστικό σύστημα παρόλο που θεωρεί τον εαυτό του σύστημα απελευθέρωσης. Αυτό βρίσκεται στην καρδιά του παραδόξου ή της αντίφασης του φιλελευθερισμού. Οι φιλελεύθερες φανφάρες περί της ελευθερίας του λόγου και της συζήτησης είναι στην πραγματικότητα απλώς ένα πέπλο για να καλύψει τις πραγματικότητες της διάκρισης του φίλου-εχθρού. Δεν συμμετέχει κανείς σε δημόσιο ντιμπέιτ για την ελευθερία του λόγου με άτομα που είναι φίλοι, αλλά με εκείνους που θεωρούνται εχθροί του. 

Η ίδια η ουσία της οικονομικής ανάπτυξης απαιτεί ανταγωνισμό ή αγώνα, αυτό το παραδέχονται ακόμη και οι οικονομολόγοι. Και όμως ο ανταγωνισμός είναι αυτός που οδηγεί στη σύγκρουση σύμφωνα με τον Thomas Hobbes και τον John Locke, και αυτό για εκείνους είναι κακό και πρέπει να αποφεύγεται. Η διπλή όψη του οικονομισμού του φιλελευθερισμού είναι ότι λέει ψέματα στους ανθρώπους πως ο ανταγωνισμός δεν έχει να κάνει με την κυριαρχία, αλλά με το ελεύθερο εμπόριο, την ελεύθερη μετακίνηση κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού ή την ελευθερία συναλλαγής, μέσα σε ένα σύστημα στο οποίο δεν υπάρχει εκμετάλλευση και καταπίεση.

 Επομένως, ο φιλελευθερισμός, με την προπαγάνδα της ελευθερίας, της προόδου και της λογικής, συμμαχεί, με τις δυνάμεις του αστικού τεχνοκαπιταλισμού, της βιομηχανίας, της τεχνολογίας και της οικονομίας και έρχεται να κατακλύσει την πολιτική κοινωνία ώστε να ολοκληρώσει το όραμα του. Σύμφωνα με τον Schmitt, αυτό είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα του φιλελευθερισμού, πως «Ο εξαιρετικά περίπλοκος συνασπισμός οικονομίας, ελευθερίας, τεχνολογίας, ηθικής και κοινοβουλευτισμού έχει προ πολλού τελειώσει τον παλιό του εχθρό: τα υπολείμματα του απόλυτου κράτους και της φεουδαρχικής αριστοκρατίας. Και με την εξαφάνιση του εχθρού έχει χάσει το αρχικό του νόημα. Τώρα εμφανίζονται νέες ομάδες και συνασπισμοί. Η οικονομία δεν ισούται πλέον αυτομάτως με την ελευθερία, η τεχνολογία δεν εξυπηρετεί μόνο ανέσεις, αλλά και την παραγωγή επικίνδυνων όπλων. Η πρόοδος δεν παράγει πλέον αυτομάτως την ανθρωπιστική και ηθική τελειότητα που θεωρούνταν πρόοδος τον δέκατο όγδοο αιώνα. Ένας τεχνολογικός εξορθολογισμός μπορεί να είναι το αντίθετο από έναν οικονομικό εξορθολογισμό. Ωστόσο, το πνεύμα της Ευρώπης συνεχίζει να παραμένει μέχρι σήμερα κάτω από τα ξόρκια αυτής της ιστορικής ερμηνείας του δέκατου ένατου αιώνα.»

Ο Schmitt παρακάτω υποστηρίζει, γράφοντας προφητικά στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ότι η αληθινή εκδήλωση του φιλελευθερισμού θα είναι στην τεχνολογία και την λεγόμενη μαζική δημοκρατία. Αυτό μας οδηγεί στο να επαναφέρουμε στην σκηνή την κατανόηση του πολιτικού από τον Schmitt ως την διάκριση του φίλου και του εχθρού, σε συσχετισμό με τον ορισμό του Hobbes για την ελευθερία ως απουσία αντίθεσης, δηλ. ανυπαρξία εχθρού στην γλώσσα του Schmitt. Το κόστος του ειρηνικού καταναλωτισμού από την οπτική του φιλελευθερισμού σημαίνει πως το φιλελεύθερο κράτος θα ξεφύγει από τους ελέγχους και τις ισορροπίες που ο ίδιος είχε επιβάλλει στο κράτος, γιατί το κράτος είναι αυτό που επιτυγχάνει καλύτερα την ολοκληρωτική οικονομική ομοιομορφία και την προώθηση της ανθρώπινης επιθυμίας για κατανάλωση όλο και περισσότερων οικονομικών προϊόντων.
Εφόσον όπως είπαμε, ο φιλελευθερισμός δημιούργησε ένα σύστημα ελέγχων και ισορροπιών ως τρόπο αφοπλισμού των εχθρών του (δηλ. το μοναρχικό κράτος, οι φεουδάρχες αριστοκράτες, οι ιερείς, το Ολοκληρωτικό Κράτος κτλ.), και εφόσον ο πρώτος κατέστρεψε αυτές τις εχθρικές πολιτικές οντότητες, τώρα βρίσκεται χωρίς στόχο μέχρι να βρει ένα νέο εχθρό που πρέπει να υπερνικηθεί. Ο νέος αυτός εχθρός είναι η ίδια η ανθρώπινη φύση, με τις εθνοτικές-φυλετικές της ταυτότητες, τις κοινωνικές της ταυτότητες και ούτω καθεξής. Αφού το φιλελεύθερο κράτος καταργήσει τους ίδιους τους μηχανισμούς περιορισμού της εξουσίας που το ίδιο έστησε, η εκτελεστική του εξουσία γίνεται η κινητήριος δύναμη που θα δημιουργήσει τον κόσμο που ονειρεύεται. Η εθνική κυριαρχία, η θρησκεία, οι ιδιαίτεροι πολιτισμοί, όλα αυτά λειτουργούν ως εμπόδια στο όνειρο του φιλελευθερισμού για οικουμενικό και ομοιογενή ειρηνικό καταναλωτισμό. Έτσι ο τελευταίος πρέπει να υπερβεί τα εθνικά κράτη, τις θρησκείες και τους πολιτισμούς, δηλαδή με απλά λόγια, να καταστρέψει τα παραπάνω ώστε να πετύχει αυτή την ειρηνική ομοιογενή κατάσταση του καταναλωτισμού που διασφαλίζει τα φιλελεύθερα ιδανικά της ζωής, της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας. Στην πραγματικότητα λοιπόν μιλάμε για μια κυριαρχική και εκμεταλλευτική δύναμη γιατί πρέπει να επιβάλλεται και να καταστρέφει ό,τι της αντιτίθεται.

Επειδή ο φιλελευθερισμός δεν μπορεί να βασιστεί στους ανθρώπους για να αντιμετωπίσει τον εχθρό, το φιλελεύθερο κράτος αναπόφευκτα στρέφεται σε δυνάμεις όπως το κεφάλαιο, την τεχνολογία και την βιομηχανία για να νικήσει τους εχθρούς του. Η χρήση της τεχνολογίας, του κεφαλαίου και της βιομηχανίας υποτάσσει τον άνθρωπο και τον καταστρέφει. Και αυτή είναι μία πολύ μεγαλύτερη καταπίεση από ό,τι ήταν ποτέ ιστορικά η φεουδαρχία ή η μοναρχία.

Στην εποχή μας η "ουδετεροποίηση" της δημόσιας ζωής και της πολιτικής είναι ταυτόχρονα ο καταλύτης αλλά και εκείνο που καθιστά δυνατή την φιλελεύθερη κοσμοπολίτικη ηγεμονία, τη σύγχρονη εκδοχή της οποίας μπορούμε να παρατηρήσουμε στους τεχνοκρατικούς και ορθολογικούς μηχανισμούς του νεοφιλελευθερισμού, που μεταμφιέζεται σε post-ideological και post-political δύναμη, που υπάρχει μόνον δήθεν για να αυξήσει τη γενική ευημερία της ανθρωπότητας υπό την αιγίδα της μη περιορισμένης ελεύθερης συναλλαγής, των διεθνών θεσμών και της γκλομπαλιστικής ρήσης του «είμαστε ένα».

Το υποτιθέμενο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού είναι να απορρίπτει όλες τις ρητά ιδεολογικές δυαδικές ετικέτες και την πόλωση στο κομματικό - κοινοβουλευτικό σύστημα, προωθώντας την ανεκτικότητα, την ανοιχτή κοινωνία, τη διαφάνεια, την διμερή αλλά και την διεθνή συνεργασία και μια παγκόσμια προσπάθεια για αμοιβαία κατανόηση «του πολύπλοκου και πολύπλευρου κόσμου που ζούμε»

Η φιλελεύθερη αποπολιτικοποίηση είναι εμφανής σήμερα σε όλο τον «Δυτικό Κόσμο». Ένα απλό παράδειγμα είναι η αστική ευγένεια και η κατακραυγή των ΜΜΕ σε περίπτωση που δεν την επιδείξει ένας πολιτικός σε έναν άλλον, όταν στην πραγματικότητα θα έπρεπε να θεωρούνται αντίπαλοι. Άλλο ένα παράδειγμα αποτελεί η κατηγορία εκ μέρους ενός πολιτικού προς έναν άλλον, πως εκφωνεί «διχαστικό λόγο». Από την Ελλάδα μέχρι τις ΗΠΑ συναντάμε τα ίδια φαινόμενα. Προσφάτως η Λιάνα Κανέλλη, ένα πρόσωπο που υποτίθεται πως δεν ανήκει στο αστικό-φιλελεύθερο ιδεολογικό πλαίσιο, με μία γνήσια επιβεβαίωση της βαθιάς επίδρασης του φιλελευθερισμού στην κοινωνία αλλά και την έλλειψη αληθινής πίστης σε ιδεολογία, δήλωσε στην εκπομπή «Ενώπιος Ενωπίω», πως παρά τις πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές της με την Ντόρα Μπακογιάννη, είναι φίλες εκτός της πολιτικής ζωής. Στις ΗΠΑ η Χίλαρι Κλίντον ή η Καμάλα Χάρις φορούν φορέματα σε μωβ, που συμβολίζει το ακομμάτιστο χρώμα του τερματισμού της διχόνοιας, του διχασμού και του μίσους από τις δύο πλευρές του πολιτικού στίβου, ενώ κάνουν συμβιβασμούς και προτείνουν λύσεις ημίμετρα που διατηρούν ανέπαφο το status quo, επιτρέπουν στο μεγάλο κεφάλαιο να συνεχίζει να πλουτίζει, και στις πολυεθνικές εταιρείες να γίνονται ολοένα και πιο επεκτατικές.

Το παράδοξο του φιλελευθερισμού στην οπτική του Schmidt είναι αυτό: Ενώ αποπολιτικοποιεί τον άνθρωπο, παραμένει Πολιτικός, πολεμικός και βασίζεται στην διάκριση φίλου-εχθρού, μέχρι να πραγματοποιήσει αυτή την αποπολιτικοποίηση του ανθρώπου. Πρέπει να νικήσει τον εμπορικό προστατευτισμό, τις κλειστές κοινωνίες, τον σοσιαλισμό, τα έθνη-κράτη, τα σύνορα, τις διαφορετικές θρησκείες κ.λπ., και πρέπει να δημιουργήσει το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα του ελεύθερου εμπορίου. Ενώ ο φιλελευθερισμός είναι πολύ αποτελεσματικός στην καταστροφή των εχθρών του, η ακούσια συνέπειά του είναι ότι δεν προσφέρει τίποτα στους πολίτες του για να ζήσουν αληθινά γι' αυτό, αφού έχει καταστρέψει την κουλτούρα, την θρησκεία, την ταυτότητα του πολίτη και μέσω της υιοθέτησης του ελεύθερου εμπορίου έχουν υιοθετήσει και την ανοιχτή μαζική μετανάστευση, η οποία διευκολύνει την καταστροφή του οργανικού πολιτισμού, της θρησκείας, της ταυτότητας, της έννοιας του έθνους κ.λπ.

Και αυτό, για τον Schmitt, είναι μία κερκόπορτα που ανοίγει, και επιτρέπει σε εξωτερικές απειλές να κατακτήσουν εύκολα το φιλελεύθερο κράτος.

Η άποψη του Φουκουγιάμα για το λεγόμενο «Τέλος της Ιστορίας», αν ποτέ πραγματοποιηθεί, δεν είναι οι τίτλοι τέλους του θριάμβου της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά η σκόπιμη λειτουργία της φιλελεύθερης ηγεμονίας που υπερασπίζεται έναν κοσμοπολίτικο, ανοιχτό και χωρίς σύνορα κόσμο όπου το Άτομο μπορεί να καταναλώσει μέχρι να σκάσει, μεταλλασσόμενο σε ένα όλο και περισσότερο πνευματικά κενό, προσωπικά αποκομμένο από οποιονδήποτε αυθεντικό σκοπό, πολιτιστικά αποκαρδιωμένο και τρομερά αποξενωμένο ανδρείκελο, όσο οι φιλελεύθεροι αφέντες και οι εταιρικοί ολιγάρχες συνεχίζουν να εξασφαλίζουν τον πλούτο και τον έλεγχο τους.

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2024

Η Θρησκεία των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η Αρχαία Ελληνική σκέψη






 Η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατέχει σήμερα την ίδια υπόσταση με το θεϊκό δικαίωμα των βασιλέων στην εξουσία κατά τον Μεσαίωνα. Η ιδεολογία αυτή έχει ριζώσει τόσο βαθιά στην Δύση που πλέον φαντάζει απίθανο στον μέσο άνθρωπο, μία κοινωνία που δεν θα περιστρέφεται γύρω από αυτά. Γνωστή είναι η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ (1776) η οποία αναφέρει: «Θεωρούμε ότι αυτές οι αλήθειες είναι αυταπόδεικτες, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι πλασμένοι ίσοι, πως τους έχει χαρίσει ο Δημιουργός τους συγκεκριμένα αναφαίρετα δικαιώματα». Τι σημαίνει όμως «αυταπόδεικτο»; Σε πολλές περιπτώσεις το αυταπόδεικτο είναι μία αντανάκλαση των μεροληψιών μας, και αποτέλεσμα των επιρροών του περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε (Τόπος και Χρόνος). Ένας από τους πιο σημαντικούς φιλελεύθερους φιλοσόφους του 20ου αιώνος, ο John Rawls είχε ισχυριστεί ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι το προϊόν κάποιας συγκεκριμένης φιλοσοφίας, ούτε και δημιουργήθηκαν απο την Δυτική διανοητική παράδοση (John Rawls - Le Monde, 30th November 1993), παρόλο που για πρώτη φορά διαρθρώθηκαν από αυτήν. Ακολουθούν, όπως ισχυρίστηκε, την έννοια την δικαιοσύνης. Ισχύει όμως κάτι τέτοιο, έχοντας ως δεδομένο ότι η δικαιοσύνη σαν έννοια αναλύθηκε για πρώτη φορά από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, όταν τα ανθρώπινα δικαιώματα εμφανίστηκαν για πρώτη φορά κατά τον 17ο αιώνα; 

Ας κάνουμε μία όσο το δυνατόν συνοπτική ανάλυση της ιστορίας αυτών των εννοιών. Κρίνεται απαραίτητο να διευκρινιστεί το ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες δικαιωμάτων: Τα Αντικειμενικά Δικαιώματα (Objective Rights) και τα Υποκειμενικά Δικαιώματα (Subjective Rights). Το αντικειμενικό δίκαιο αναφέρεται στους κανόνες που ρυθμίζουν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, ενώ τα υποκειμενικά δικαιώματα επί της ουσίας θεωρούν το άτομο ως υποκείμενο το οποίο φέρει δικαιώματα, αλλά και ταυτόχρονα απορρέουν εξ αυτού. Στα ολοκληρωτικά σοσιαλιστικά καθεστώτα είτε αυτά είναι κομμουνιστικά είτε φασιστικά, η διάκριση αυτή δεν υπήρξε ούτε και υπάρχει. Στην Κίνα σήμερα οι απαιτούντες υποκειμενικά δικαιώματα (συνήθως φιλελεύθεροι διαδηλωτές) συλλαμβάνονται. Το δικαίωμα καθορίζεται από το Κράτος και επειδή έρχεται «έξωθεν», χαρακτηρίζεται αντικειμενικό. Το υποκειμενικό δικαίωμα πρέπει απαραίτητα να απορρέει εκ του υποκειμένου (δηλαδή να έχεις το δικαίωμα διότι μόνο και μόνο είσαι άνθρωπος πχ. δικαίωμα στην ελευθερία συνείδησης, ελευθερία δημοσίου λόγου, ιδιωτική περιουσία κτλ. σ.σ. Οι ιερές αγελάδες των λιμπεραλιστών).

Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι δεν μπόρεσαν να διανοηθούν την ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για να μπορέσει να υπάρξει ατομικό (δηλ. υποκειμενικό) δικαίωμα θα έπρεπε να εφευρεθεί η έννοια του «Ατόμου», η οποία επίσης δεν υπήρχε κατά την αρχαιότητα όπως κατέδειξε ο Γερμανός κοινωνιολόγος Norbert Elias. (Norbert Elias, The Society of Individuals, Oxford: Basil Blackwell, 1991). Για τους αρχαίους, όταν κάποιος αναφερόταν στο «δῐκαίωμα», αναφερόταν αδιαμφισβήτα στα αντικειμενικά δικαιώματα. Η ίδια η λέξη για τους αρχαίους (ιδέ LIDDELL & SCOTT, λήμμα: δῐκαίωμα) όπως και ο Νόμος (εκ του «νέμω» δηλαδή μοιράζω, διανέμω) είχε να κάνει με την δίκαιη κατανομή αγαθών, αξιωμάτων, τιμών κτλ. στους πολίτες. Το ίδιο ίσχυε και στην ρωμαϊκή αντίληψη περί δικαίου. Ο Κικέρωνας μας πληροφορεί: «Ο σκοπός του (Νόμου) είναι να καθορίσει ανάμεσα στους πολίτες, τον διαμοιρασμό των αγαθών..." (De oratore [On the Orator], Book 1, Chapter 42). Η άποψη των αρχαίων περί του νόμου και του δικαίου συνοψίζεται στο λατινικό ρητό «suum cuique tribuere», το οποίο αργότερα χρησιμοποίησαν και οι Γερμανοί Εθνικοσοσιαλιστές (Jedem Das Seine), που σημαίνει επί της ουσίας «Ο καθένας λαμβάνει αυτό που του αξίζει».

Ο στόχος αυτής της διανεμητικής δικαιοσύνης ήταν η κοινωνική αρμονία, κάτι το οποίο μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο μέσω μίας θεώρησης της κοινωνίας ως Όλον/Ολότητα (Totality). Από αυτό το σημείο και μετά κατανοεί κάποιος ότι δεν υφίστανται θεωρήσεις όπως αυτή του Κοινωνικού Συμβολαίου στην αρχαία σκέψη ούτε, και πως γενικώς σκέπτονταν σε «σοσιαλιστικά» πλαίσια. «Απουσιάζει εντελώς η ιδέα από τους Έλληνες» γράφει ο Jean-Pierre Vernant, «που θέλει το άτομο ως φορέα απαλλοτρίωτων δικαιωμάτων, τα οποία φαίνεται πως λαμβάνονται ως θέσφατα από εμάς». (Le Monde, 8 June 1993, p.2)
Από ποια λοιπόν φιλοσοφική παράδοση αναπτύχθηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα; Με ποιόν τρόπο έγινε δυνατή η εναπόθεση ξεχωριστής αξίας στο υποκείμενο, ως υποκείμενο. Η δύναμη που πραγματοποίησε κάτι τέτοιο ήταν ο Χριστιανισμός. Πριν γίνει η ανάλυση όσον αφορά το παραπάνω να ξεκαθαρίσω, πως ο Χριστιανισμός δεν έχει σχέση με την wokeness, ούτε όλοι οι χριστιανοί θεολόγοι συνέβαλαν στην δημιουργία της. Μάλιστα η Εκκλησία καταπολέμησε τον Σχετικισμό, καθώς συγκρούστηκε με την Απόλυτη Αλήθεια του δόγματος. Το ίδιο όμως το δόγμα από την άλλη απετέλεσε την κινητήριο δύναμη, κυρίως στην Δύση, για την διαφοροποίηση του ατόμου από το περιβάλλον του, και της Ουσίας από το Σώμα.
Ο Χριστιανισμός προκήρυξε ότι ο άνθρωπος σαν άτομο διαθέτει Ψυχή, η οποία στην αγνή της μορφή υπάρχει ανεξαρτήτως του σώματος. Το σώμα είναι απλώς ένα «καλούπι» και ως εκ τούτου ο κατέχων Ψυχή, αποκτά ξεχωριστή αξία διότι αυτή τον τοποθετεί σε άμεση σχέση με τον Θεό. Έτσι, ο άνθρωπος γίνεται φορέας μίας απόλυτης αξίας που δεν μπορεί να συγχυστεί με τις προσωπικές ιδιότητες του ατόμου ή με το ανήκειν σε μία συγκεκριμένη συλλογικότητα (πχ. έθνος, φυλή κτλ.). Επιπλέον, ο Χριστιανισμός έδωσε έναν καθαρά ατομικιστικό ορισμό της ελευθερίας. Γράφει ο μεσαιωνικός θεολόγος Thomas Aquinas "Η ρίζα της ελευθερίας είναι η βούληση ως υποκείμενό της- αλλά ο ορθός λόγος ως αιτία της" (Thomas Aquinas, Summa Theologica: Volume Two, Part Two, First Section). Η έμφαση που δίδεται στην ελεύθερη βούληση περιέχει έμμεσα την ιδέα ότι ο άνθρωπος μπορεί να απελευθερωθεί από τις φυσικές του ιδιότητες, ότι μπορεί να πραγματοποιήσει τις επιλογές του με βάση μόνο με τη λογική και να κάνει έτσι να πλάσει τον κόσμο με τη θέλησή του. Με αυτές τις νέες ανθρωπολογικές θεωρήσεις, ο Χριστιανισμός δημιουργεί ένα σχίσμα ανάμεσα στην προέλευση του ανθρώπου (Θεός) και της πρόσκαιρης του ύπαρξης. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι φυσικά, σημαντικές, αλλά παραμένουν δευτερεύουσες, για τον απλούστατο λόγο ότι η κοινή ζωή των ανθρώπων, η συλλογική τους ζωή, δεν συγχέεται πλέον με την ύπαρξή τους. Έτσι, δεν είναι λάθος, από αυτή την άποψη, ότι ο Χέγκελ συνέδεσε τον ερχομό του Χριστιανισμού με την εμφάνιση του υποκειμενισμού. Εκεί που ακόμη περισσότερο εντοπίζουμε αυτό το μοτίβο σκέψης είναι εντός της Αυγουστίνειας παράδοσης: «Μην αναζητείτε στο εξωτερικό (ενν. στον έξω κόσμο). Επιστρέψτε στον εαυτό σας. Στον εσωτερικό άνθρωπο κατοικεί η αλήθεια» λέει ο Αυγουστίνος (On True Religion, in Augustine: Earlier Writings). Η εσωτερική συνείδηση αντικαθιστά έτσι τον υλικό-εξωτερικό κόσμο ως τόπο της αλήθειας. Μόνο μέσω της συνείδησης, στην οποία υπάρχει μια μυστική ελευθερία με την οποία ταυτίζεται η ψύχη, μπορεί κάποιος να φτάσει στον Θεό. Μια τάση της ανακλαστικής σκέψης εισάγεται στη Δυτική φιλοσοφία δια των παραπάνω διατυπώσεων, η οποία θα μετατραπεί αργότερα σε καθαρή υποκειμενικότητα. Άλλοι παράγοντες που οδήγησαν στην ανάπτυξη της ιδέας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν η σύμφυης ιδέα του χριστιανικού δόγματος περί της ηθικής ενότητας της ανθρωπότητας και της δημιουργίας των ανθρώπων ως ίσα μέλη της «ανθρώπινης κοινότητας».
«Είναι αδιαμφισβήτητο», γράφει o Olivier Mongin, «αυτός ο εξισωτισμός που εντοπίζεται στον "φυσικό νόμο" του ανήκειν σε μια ανθρώπινη κοινότητα δεν μπορεί να διαχωριστεί από το Ιουδαιοχριστιανικό πλαίσιο, ιδίως από τις αξίες των Ευαγγελιστών (ενν. τους Προτεστάντες)» («Human rights, a complex genealogy’, Projet, September-October 1988, p. 53). Με σταθερή «πρόοδο», έχουμε την εμφάνιση ενός πρώιμου υποκειμενικού δικαίου κατά τον Μεσαίωνα, με την ανάπτυξη του Νομιναλισμού. Βασικός εκπρόσωπος του ήταν ο William του Ockham, ο οποίος υποστήριζε ότι δεν υπάρχει ύπαρξη έξω από το ατομικό ον. Ο νομιναλισμός υποστηρίζει εξάλλου ότι ο φυσικός νόμος δεν είναι τόσο πολύ η αντανάκλαση της θείας ΤΑΞΗΣ όσο της θείας ΒΟΥΛΗΣΗΣ. Επιπλέον, αρνείται ότι υπάρχει καθολική έννοια, υποστηρίζοντας ότι όλα είναι αφηρημένες έννοιες χωρίς ανταπόκριση στην πραγματικότητα. Εν συνόψει, η σημασία της τάξης αντικαθίσταται από τη σημασία της βούλησης. Τέλος, επειδή δημιουργηθήκαμε από τον Θεό και κατ' εικόνα του, δεν χρειάζονται και μεγάλα λογικά άλματα για να ταυτίσουμε το θέλημα του Θεού με το θέλημα του κάθε ατόμου. Έτσι, το αποτέλεσμα είναι μια ηθική που βασίζεται σε καθολικά αφηρημένα δικαιώματα, τα οποία πηγάζουν από τη βούληση κάθε ατόμου, δυνάμει μιας κοινής ανθρώπινης ουσίας.

Εξ αυτών καταλήγουμε στην πλήρη διαφωτιστική αντίληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ακολουθώντας την παράδοση του Αυγουστίνου (ιδέ Soliloquies του Αυγουστίνου, στο οποίο εντοπίζουμε για πρώτη φορά το " Σκέφτομαι άρα υπάρχω" του Καρτέσιου), ο Καρτέσιος αναπτύσσει έναν οντολογικό δυϊσμό, διαχωρίζοντας το σώμα από την ψυχή και ταυτόχρονα εισάγει την έννοια του «μηχανιστικού σύμπαντος» (μία θεώρηση βασισμένη στα μαθηματικά). Αυτό έστρεψε την φιλοσοφική κατεύθυνση της Δύσης μακριά από την μονιστική Αριστοτελιανή (και την Πλατωνική) αντίληψη περί του σώματος και της ψυχής και γενικά κατά της ουσιοκρατίας της κλασσικής φιλοσοφίας, με τον Καρτέσιο να υποκειμενικοποεί τα λεγόμενα Res Cogitans (τη νοητική πτυχή της πραγματικότητας). 

Από τον Καρτέσιο περνάμε  στους γνωστούς φιλελεύθερους φιλοσόφους του 17ου αιώνα, τον Hobbes και τον John Locke, με τον τελευταίο να αποτελεί τον πατέρα της φιλελεύθερης φιλοσοφίας αλλά και την κύρια επιρροή όσον αφορά το περιεχόμενο της αμερικανικής Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας. Ο Locke ξεκίνησε την θεωρία του περί των δικαιωμάτων, με τον ισχυρισμό ότι οι άνθρωποι  αποτελούν περιουσία του Θεού, και έτσι μας εναποθέτει αναφαίρετα δικαιώματα. Το ίδιο επί της ουσίας εντοπίζουμε και στην διακήρυξη ανεξαρτησίας των ΗΠΑ. Τα θρησκευτικά παράλληλα όμως δεν τελειώνουν εδώ. Τα ανθρώπινα δικαιώματα και η πίστη στον Θεό είναι παρόμοια, από την άποψη ότι και τα δύο είναι "αυταπόδεικτα", δεν χρειάζονται εμπειρικά στοιχεία για να αποδειχθεί η ορθότητα τους. Ο Hobbes από την άλλη πιστεύει ότι «Αλλά ό,τι είναι το αντικείμενο της όρεξης ή της επιθυμίας πολλών ανθρώπων, αυτό είναι που αποκαλεί Καλό».
Την αμερικανική επανάσταση ακολουθεί η γαλλική, με την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1789) η οποία διατυπώνει την άποψη ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι άχρονα, υπήρχαν ανέκαθεν και είναι σύμφυτα με την ύπαρξη του ανθρώπου. Τέλος έχουμε τον Ρουσσώ με το λεγόμενο "Κοινωνικό Συμβόλαιο" και την "φυσική κατάσταση του ανθρώπου" η οποία όριζε ότι ο άνθρωπος, εκ φύσεως, είναι ένα ατομικιστικό και μοναχικό ον, σε αντίθεση με το "ζώον κοινωνικόν" του Αριστοτέλη. Τα λεγόμενα "Φυσικά Δικαιώματα" αναπτύσσονται κατά την ίδια περίοδο (έχοντας επιρροές και από τον Γκρότιους), συστηματοποιώντας μεταξύ άλλων θεωριών την φιλελεύθερη ανθρωπολογία και φιλοσοφία

Γνωρίζοντας ότι οι ιδέες δεν μένουν απλώς στο διανοητικό επίπεδο, αλλά επηρεάζουν ενεργά το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι φιλελεύθερες ιδέες σε συνδυασμό με την προτεσταντική ηθική, ιδίως των Καλβινιστών (για περισσότερα στο βιβλίο του Max Weber "The Protestant Ethic and the Spirit of Capitalism"), οδήγησαν στην πρώιμη ανάπτυξη του Καπιταλισμού στην Βρετανία, αρχικά με την ιδιωτικοποίηση των κοινοτικών γαιών( 1606 - Parliament Inclosure Acts). Η νέα οικονομική κατάσταση που αναπτύχθηκε μετέτρεψε τους αγρότες σε μισθωτούς κολίγους, και εξαφάνισε το αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινότητα.
Από εκεί και στο εξής, η εξάπλωση του καπιταλισμού θα δημιουργούσε ανθρώπους που θα αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως Άτομα, τα οποία ανταγωνίζονταν μέσα σε αυτό το σύστημα, τα υπόλοιπα Άτομα, για έναν μισθό, ενώ από μέρους του ο καπιταλιστής θα ανταγωνιζόταν τους άλλους καπιταλιστές για την μεγιστοποίηση των κεφαλαίων του.
Ο Αλαίν ντε Μπενουά έγραψε ότι μία τριπλή επανάσταση έχει διαμορφώσει την Νεωτερικότητα: «Από την μία, η έννοια της βούλησης έχει αντικαταστήσει την έννοια της τάξης. Από την άλλη, το Άτομο έχει μεταφερθεί στο επίκεντρο και ο νόμος περιστρέφεται γύρω από αυτό. Τέλος, ο Νόμος ταυτίζεται με την "Δικαιοσύνη", με την τελευταία να κατέχει μια ηθική διάσταση.» 
Στην σύγχρονη μορφή της, η ανθρωπολογία των υποκειμένων είναι μία πρόσφατη εφεύρεση. Είναι βασισμένη σε μία αφηρημένη σύλληψη της ιδέας του Ατόμου. Σχετικά με τι ζήτημα αυτό, περισσότερα στο «The Invention of Autonomy: A History of Modern Moral Philosophy, J.B. Schneewind». Οι ιδέες αυτές είχαν την λογική τους κατάληξη, όπως είχε προφητεύσει ο Alfredo Rocco, στην ανάπτυξη του Σχετικισμού, του Μεταμοντερνισμού, της Μαζικής Δημοκρατίας και της Νέας Αριστεράς στην Δύση. Αν αναρωτιέστε λοιπόν, για το αν τα ανθρώπινα δικαιώματα είχαν ποτέ κάποια βάση σαν έννοια ή έναν αντικειμενικό ορισμό, η απάντηση είναι όχι. Όπως έχουν σημειώσει εξάλλου και οι φιλόσοφοι John Hare και Nicholas Wollterstorff, δεν υπάρχει καμία εμπειρική βάση στην αιτιολόγηση της ύπαρξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πώς άλλωστε θα μπορούσε να υπάρξει, όταν η διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ αναφέρει πως οι άνθρωποι γεννιούνται όλοι ίσοι, έχοντας ίσα δικαιώματα, ίση αξιοπρέπεια και ούτω καθεξής. Αυτός είναι και ο λόγος που η αναζήτηση της ουσίας που τους προϋποθέτει ως ίσους πρέπει να ευρεθεί αλλού, και όχι στον φυσικό κόσμο. Συνεπώς όχι μόνον οι φιλελεύθεροι και αριστεροί "ορθολογιστές" και υλιστές αποδεικνύονται υποκριτές όταν κατηγορούν τον Φασισμό για "μυστικισμό και ανορθολογική σκέψη", αλλά αποτελούν οι ίδιοι ίσως οι μεγαλύτεροι ιδεολογικοί τσαρλατάνοι στην ιστορία. Εν κατακλείδι, τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι απλώς θρησκεία, αλλά θρησκεία κακής ποιότητος με σαθρή τελεολογία και αντίστοιχη διάθεση για συζήτηση με την Ιερά Εξέταση.

Η Κριτική του Carl Schmitt ενάντια στον Φιλελευθερισμό και η έννοια της Απο-Πολιτικοποίησης

  Το 1932, στις τελευταίες ημέρες της θνήσκουσας δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο Carl Schmitt εκδίδει το βιβλίο του "Η Έννοια του Πολιτικού...