Η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατέχει σήμερα την ίδια υπόσταση με το θεϊκό δικαίωμα των βασιλέων στην εξουσία κατά τον Μεσαίωνα. Η ιδεολογία αυτή έχει ριζώσει τόσο βαθιά στην Δύση που πλέον φαντάζει απίθανο στον μέσο άνθρωπο, μία κοινωνία που δεν θα περιστρέφεται γύρω από αυτά. Γνωστή είναι η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ (1776) η οποία αναφέρει: «Θεωρούμε ότι αυτές οι αλήθειες είναι αυταπόδεικτες, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι πλασμένοι ίσοι, πως τους έχει χαρίσει ο Δημιουργός τους συγκεκριμένα αναφαίρετα δικαιώματα». Τι σημαίνει όμως «αυταπόδεικτο»; Σε πολλές περιπτώσεις το αυταπόδεικτο είναι μία αντανάκλαση των μεροληψιών μας, και αποτέλεσμα των επιρροών του περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε (Τόπος και Χρόνος). Ένας από τους πιο σημαντικούς φιλελεύθερους φιλοσόφους του 20ου αιώνος, ο John Rawls είχε ισχυριστεί ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι το προϊόν κάποιας συγκεκριμένης φιλοσοφίας, ούτε και δημιουργήθηκαν απο την Δυτική διανοητική παράδοση (John Rawls - Le Monde, 30th November 1993), παρόλο που για πρώτη φορά διαρθρώθηκαν από αυτήν. Ακολουθούν, όπως ισχυρίστηκε, την έννοια την δικαιοσύνης. Ισχύει όμως κάτι τέτοιο, έχοντας ως δεδομένο ότι η δικαιοσύνη σαν έννοια αναλύθηκε για πρώτη φορά από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, όταν τα ανθρώπινα δικαιώματα εμφανίστηκαν για πρώτη φορά κατά τον 17ο αιώνα;
Ας κάνουμε μία όσο το δυνατόν συνοπτική ανάλυση της ιστορίας αυτών των εννοιών. Κρίνεται απαραίτητο να διευκρινιστεί το ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες δικαιωμάτων: Τα Αντικειμενικά Δικαιώματα (Objective Rights) και τα Υποκειμενικά Δικαιώματα (Subjective Rights). Το αντικειμενικό δίκαιο αναφέρεται στους κανόνες που ρυθμίζουν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, ενώ τα υποκειμενικά δικαιώματα επί της ουσίας θεωρούν το άτομο ως υποκείμενο το οποίο φέρει δικαιώματα, αλλά και ταυτόχρονα απορρέουν εξ αυτού. Στα ολοκληρωτικά σοσιαλιστικά καθεστώτα είτε αυτά είναι κομμουνιστικά είτε φασιστικά, η διάκριση αυτή δεν υπήρξε ούτε και υπάρχει. Στην Κίνα σήμερα οι απαιτούντες υποκειμενικά δικαιώματα (συνήθως φιλελεύθεροι διαδηλωτές) συλλαμβάνονται. Το δικαίωμα καθορίζεται από το Κράτος και επειδή έρχεται «έξωθεν», χαρακτηρίζεται αντικειμενικό. Το υποκειμενικό δικαίωμα πρέπει απαραίτητα να απορρέει εκ του υποκειμένου (δηλαδή να έχεις το δικαίωμα διότι μόνο και μόνο είσαι άνθρωπος πχ. δικαίωμα στην ελευθερία συνείδησης, ελευθερία δημοσίου λόγου, ιδιωτική περιουσία κτλ. σ.σ. Οι ιερές αγελάδες των λιμπεραλιστών).
Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι δεν μπόρεσαν να διανοηθούν την ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για να μπορέσει να υπάρξει ατομικό (δηλ. υποκειμενικό) δικαίωμα θα έπρεπε να εφευρεθεί η έννοια του «Ατόμου», η οποία επίσης δεν υπήρχε κατά την αρχαιότητα όπως κατέδειξε ο Γερμανός κοινωνιολόγος Norbert Elias. (Norbert Elias, The Society of Individuals, Oxford: Basil Blackwell, 1991). Για τους αρχαίους, όταν κάποιος αναφερόταν στο «δῐκαίωμα», αναφερόταν αδιαμφισβήτα στα αντικειμενικά δικαιώματα. Η ίδια η λέξη για τους αρχαίους (ιδέ LIDDELL & SCOTT, λήμμα: δῐκαίωμα) όπως και ο Νόμος (εκ του «νέμω» δηλαδή μοιράζω, διανέμω) είχε να κάνει με την δίκαιη κατανομή αγαθών, αξιωμάτων, τιμών κτλ. στους πολίτες. Το ίδιο ίσχυε και στην ρωμαϊκή αντίληψη περί δικαίου. Ο Κικέρωνας μας πληροφορεί: «Ο σκοπός του (Νόμου) είναι να καθορίσει ανάμεσα στους πολίτες, τον διαμοιρασμό των αγαθών..." (De oratore [On the Orator], Book 1, Chapter 42). Η άποψη των αρχαίων περί του νόμου και του δικαίου συνοψίζεται στο λατινικό ρητό «suum cuique tribuere», το οποίο αργότερα χρησιμοποίησαν και οι Γερμανοί Εθνικοσοσιαλιστές (Jedem Das Seine), που σημαίνει επί της ουσίας «Ο καθένας λαμβάνει αυτό που του αξίζει».
Ο στόχος αυτής της διανεμητικής δικαιοσύνης ήταν η κοινωνική αρμονία, κάτι το οποίο μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο μέσω μίας θεώρησης της κοινωνίας ως Όλον/Ολότητα (Totality). Από αυτό το σημείο και μετά κατανοεί κάποιος ότι δεν υφίστανται θεωρήσεις όπως αυτή του Κοινωνικού Συμβολαίου στην αρχαία σκέψη ούτε, και πως γενικώς σκέπτονταν σε «σοσιαλιστικά» πλαίσια. «Απουσιάζει εντελώς η ιδέα από τους Έλληνες» γράφει ο Jean-Pierre Vernant, «που θέλει το άτομο ως φορέα απαλλοτρίωτων δικαιωμάτων, τα οποία φαίνεται πως λαμβάνονται ως θέσφατα από εμάς». (Le Monde, 8 June 1993, p.2)
Από ποια λοιπόν φιλοσοφική παράδοση αναπτύχθηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα; Με ποιόν τρόπο έγινε δυνατή η εναπόθεση ξεχωριστής αξίας στο υποκείμενο, ως υποκείμενο. Η δύναμη που πραγματοποίησε κάτι τέτοιο ήταν ο Χριστιανισμός. Πριν γίνει η ανάλυση όσον αφορά το παραπάνω να ξεκαθαρίσω, πως ο Χριστιανισμός δεν έχει σχέση με την wokeness, ούτε όλοι οι χριστιανοί θεολόγοι συνέβαλαν στην δημιουργία της. Μάλιστα η Εκκλησία καταπολέμησε τον Σχετικισμό, καθώς συγκρούστηκε με την Απόλυτη Αλήθεια του δόγματος. Το ίδιο όμως το δόγμα από την άλλη απετέλεσε την κινητήριο δύναμη, κυρίως στην Δύση, για την διαφοροποίηση του ατόμου από το περιβάλλον του, και της Ουσίας από το Σώμα.
Ο Χριστιανισμός προκήρυξε ότι ο άνθρωπος σαν άτομο διαθέτει Ψυχή, η οποία στην αγνή της μορφή υπάρχει ανεξαρτήτως του σώματος. Το σώμα είναι απλώς ένα «καλούπι» και ως εκ τούτου ο κατέχων Ψυχή, αποκτά ξεχωριστή αξία διότι αυτή τον τοποθετεί σε άμεση σχέση με τον Θεό. Έτσι, ο άνθρωπος γίνεται φορέας μίας απόλυτης αξίας που δεν μπορεί να συγχυστεί με τις προσωπικές ιδιότητες του ατόμου ή με το ανήκειν σε μία συγκεκριμένη συλλογικότητα (πχ. έθνος, φυλή κτλ.). Επιπλέον, ο Χριστιανισμός έδωσε έναν καθαρά ατομικιστικό ορισμό της ελευθερίας. Γράφει ο μεσαιωνικός θεολόγος Thomas Aquinas "Η ρίζα της ελευθερίας είναι η βούληση ως υποκείμενό της- αλλά ο ορθός λόγος ως αιτία της" (Thomas Aquinas, Summa Theologica: Volume Two, Part Two, First Section). Η έμφαση που δίδεται στην ελεύθερη βούληση περιέχει έμμεσα την ιδέα ότι ο άνθρωπος μπορεί να απελευθερωθεί από τις φυσικές του ιδιότητες, ότι μπορεί να πραγματοποιήσει τις επιλογές του με βάση μόνο με τη λογική και να κάνει έτσι να πλάσει τον κόσμο με τη θέλησή του. Με αυτές τις νέες ανθρωπολογικές θεωρήσεις, ο Χριστιανισμός δημιουργεί ένα σχίσμα ανάμεσα στην προέλευση του ανθρώπου (Θεός) και της πρόσκαιρης του ύπαρξης. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι φυσικά, σημαντικές, αλλά παραμένουν δευτερεύουσες, για τον απλούστατο λόγο ότι η κοινή ζωή των ανθρώπων, η συλλογική τους ζωή, δεν συγχέεται πλέον με την ύπαρξή τους. Έτσι, δεν είναι λάθος, από αυτή την άποψη, ότι ο Χέγκελ συνέδεσε τον ερχομό του Χριστιανισμού με την εμφάνιση του υποκειμενισμού. Εκεί που ακόμη περισσότερο εντοπίζουμε αυτό το μοτίβο σκέψης είναι εντός της Αυγουστίνειας παράδοσης: «Μην αναζητείτε στο εξωτερικό (ενν. στον έξω κόσμο). Επιστρέψτε στον εαυτό σας. Στον εσωτερικό άνθρωπο κατοικεί η αλήθεια» λέει ο Αυγουστίνος (On True Religion, in Augustine: Earlier Writings). Η εσωτερική συνείδηση αντικαθιστά έτσι τον υλικό-εξωτερικό κόσμο ως τόπο της αλήθειας. Μόνο μέσω της συνείδησης, στην οποία υπάρχει μια μυστική ελευθερία με την οποία ταυτίζεται η ψύχη, μπορεί κάποιος να φτάσει στον Θεό. Μια τάση της ανακλαστικής σκέψης εισάγεται στη Δυτική φιλοσοφία δια των παραπάνω διατυπώσεων, η οποία θα μετατραπεί αργότερα σε καθαρή υποκειμενικότητα. Άλλοι παράγοντες που οδήγησαν στην ανάπτυξη της ιδέας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν η σύμφυης ιδέα του χριστιανικού δόγματος περί της ηθικής ενότητας της ανθρωπότητας και της δημιουργίας των ανθρώπων ως ίσα μέλη της «ανθρώπινης κοινότητας».
Ας κάνουμε μία όσο το δυνατόν συνοπτική ανάλυση της ιστορίας αυτών των εννοιών. Κρίνεται απαραίτητο να διευκρινιστεί το ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες δικαιωμάτων: Τα Αντικειμενικά Δικαιώματα (Objective Rights) και τα Υποκειμενικά Δικαιώματα (Subjective Rights). Το αντικειμενικό δίκαιο αναφέρεται στους κανόνες που ρυθμίζουν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, ενώ τα υποκειμενικά δικαιώματα επί της ουσίας θεωρούν το άτομο ως υποκείμενο το οποίο φέρει δικαιώματα, αλλά και ταυτόχρονα απορρέουν εξ αυτού. Στα ολοκληρωτικά σοσιαλιστικά καθεστώτα είτε αυτά είναι κομμουνιστικά είτε φασιστικά, η διάκριση αυτή δεν υπήρξε ούτε και υπάρχει. Στην Κίνα σήμερα οι απαιτούντες υποκειμενικά δικαιώματα (συνήθως φιλελεύθεροι διαδηλωτές) συλλαμβάνονται. Το δικαίωμα καθορίζεται από το Κράτος και επειδή έρχεται «έξωθεν», χαρακτηρίζεται αντικειμενικό. Το υποκειμενικό δικαίωμα πρέπει απαραίτητα να απορρέει εκ του υποκειμένου (δηλαδή να έχεις το δικαίωμα διότι μόνο και μόνο είσαι άνθρωπος πχ. δικαίωμα στην ελευθερία συνείδησης, ελευθερία δημοσίου λόγου, ιδιωτική περιουσία κτλ. σ.σ. Οι ιερές αγελάδες των λιμπεραλιστών).
Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι δεν μπόρεσαν να διανοηθούν την ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για να μπορέσει να υπάρξει ατομικό (δηλ. υποκειμενικό) δικαίωμα θα έπρεπε να εφευρεθεί η έννοια του «Ατόμου», η οποία επίσης δεν υπήρχε κατά την αρχαιότητα όπως κατέδειξε ο Γερμανός κοινωνιολόγος Norbert Elias. (Norbert Elias, The Society of Individuals, Oxford: Basil Blackwell, 1991). Για τους αρχαίους, όταν κάποιος αναφερόταν στο «δῐκαίωμα», αναφερόταν αδιαμφισβήτα στα αντικειμενικά δικαιώματα. Η ίδια η λέξη για τους αρχαίους (ιδέ LIDDELL & SCOTT, λήμμα: δῐκαίωμα) όπως και ο Νόμος (εκ του «νέμω» δηλαδή μοιράζω, διανέμω) είχε να κάνει με την δίκαιη κατανομή αγαθών, αξιωμάτων, τιμών κτλ. στους πολίτες. Το ίδιο ίσχυε και στην ρωμαϊκή αντίληψη περί δικαίου. Ο Κικέρωνας μας πληροφορεί: «Ο σκοπός του (Νόμου) είναι να καθορίσει ανάμεσα στους πολίτες, τον διαμοιρασμό των αγαθών..." (De oratore [On the Orator], Book 1, Chapter 42). Η άποψη των αρχαίων περί του νόμου και του δικαίου συνοψίζεται στο λατινικό ρητό «suum cuique tribuere», το οποίο αργότερα χρησιμοποίησαν και οι Γερμανοί Εθνικοσοσιαλιστές (Jedem Das Seine), που σημαίνει επί της ουσίας «Ο καθένας λαμβάνει αυτό που του αξίζει».
Ο στόχος αυτής της διανεμητικής δικαιοσύνης ήταν η κοινωνική αρμονία, κάτι το οποίο μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο μέσω μίας θεώρησης της κοινωνίας ως Όλον/Ολότητα (Totality). Από αυτό το σημείο και μετά κατανοεί κάποιος ότι δεν υφίστανται θεωρήσεις όπως αυτή του Κοινωνικού Συμβολαίου στην αρχαία σκέψη ούτε, και πως γενικώς σκέπτονταν σε «σοσιαλιστικά» πλαίσια. «Απουσιάζει εντελώς η ιδέα από τους Έλληνες» γράφει ο Jean-Pierre Vernant, «που θέλει το άτομο ως φορέα απαλλοτρίωτων δικαιωμάτων, τα οποία φαίνεται πως λαμβάνονται ως θέσφατα από εμάς». (Le Monde, 8 June 1993, p.2)
Από ποια λοιπόν φιλοσοφική παράδοση αναπτύχθηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα; Με ποιόν τρόπο έγινε δυνατή η εναπόθεση ξεχωριστής αξίας στο υποκείμενο, ως υποκείμενο. Η δύναμη που πραγματοποίησε κάτι τέτοιο ήταν ο Χριστιανισμός. Πριν γίνει η ανάλυση όσον αφορά το παραπάνω να ξεκαθαρίσω, πως ο Χριστιανισμός δεν έχει σχέση με την wokeness, ούτε όλοι οι χριστιανοί θεολόγοι συνέβαλαν στην δημιουργία της. Μάλιστα η Εκκλησία καταπολέμησε τον Σχετικισμό, καθώς συγκρούστηκε με την Απόλυτη Αλήθεια του δόγματος. Το ίδιο όμως το δόγμα από την άλλη απετέλεσε την κινητήριο δύναμη, κυρίως στην Δύση, για την διαφοροποίηση του ατόμου από το περιβάλλον του, και της Ουσίας από το Σώμα.
Ο Χριστιανισμός προκήρυξε ότι ο άνθρωπος σαν άτομο διαθέτει Ψυχή, η οποία στην αγνή της μορφή υπάρχει ανεξαρτήτως του σώματος. Το σώμα είναι απλώς ένα «καλούπι» και ως εκ τούτου ο κατέχων Ψυχή, αποκτά ξεχωριστή αξία διότι αυτή τον τοποθετεί σε άμεση σχέση με τον Θεό. Έτσι, ο άνθρωπος γίνεται φορέας μίας απόλυτης αξίας που δεν μπορεί να συγχυστεί με τις προσωπικές ιδιότητες του ατόμου ή με το ανήκειν σε μία συγκεκριμένη συλλογικότητα (πχ. έθνος, φυλή κτλ.). Επιπλέον, ο Χριστιανισμός έδωσε έναν καθαρά ατομικιστικό ορισμό της ελευθερίας. Γράφει ο μεσαιωνικός θεολόγος Thomas Aquinas "Η ρίζα της ελευθερίας είναι η βούληση ως υποκείμενό της- αλλά ο ορθός λόγος ως αιτία της" (Thomas Aquinas, Summa Theologica: Volume Two, Part Two, First Section). Η έμφαση που δίδεται στην ελεύθερη βούληση περιέχει έμμεσα την ιδέα ότι ο άνθρωπος μπορεί να απελευθερωθεί από τις φυσικές του ιδιότητες, ότι μπορεί να πραγματοποιήσει τις επιλογές του με βάση μόνο με τη λογική και να κάνει έτσι να πλάσει τον κόσμο με τη θέλησή του. Με αυτές τις νέες ανθρωπολογικές θεωρήσεις, ο Χριστιανισμός δημιουργεί ένα σχίσμα ανάμεσα στην προέλευση του ανθρώπου (Θεός) και της πρόσκαιρης του ύπαρξης. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι φυσικά, σημαντικές, αλλά παραμένουν δευτερεύουσες, για τον απλούστατο λόγο ότι η κοινή ζωή των ανθρώπων, η συλλογική τους ζωή, δεν συγχέεται πλέον με την ύπαρξή τους. Έτσι, δεν είναι λάθος, από αυτή την άποψη, ότι ο Χέγκελ συνέδεσε τον ερχομό του Χριστιανισμού με την εμφάνιση του υποκειμενισμού. Εκεί που ακόμη περισσότερο εντοπίζουμε αυτό το μοτίβο σκέψης είναι εντός της Αυγουστίνειας παράδοσης: «Μην αναζητείτε στο εξωτερικό (ενν. στον έξω κόσμο). Επιστρέψτε στον εαυτό σας. Στον εσωτερικό άνθρωπο κατοικεί η αλήθεια» λέει ο Αυγουστίνος (On True Religion, in Augustine: Earlier Writings). Η εσωτερική συνείδηση αντικαθιστά έτσι τον υλικό-εξωτερικό κόσμο ως τόπο της αλήθειας. Μόνο μέσω της συνείδησης, στην οποία υπάρχει μια μυστική ελευθερία με την οποία ταυτίζεται η ψύχη, μπορεί κάποιος να φτάσει στον Θεό. Μια τάση της ανακλαστικής σκέψης εισάγεται στη Δυτική φιλοσοφία δια των παραπάνω διατυπώσεων, η οποία θα μετατραπεί αργότερα σε καθαρή υποκειμενικότητα. Άλλοι παράγοντες που οδήγησαν στην ανάπτυξη της ιδέας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν η σύμφυης ιδέα του χριστιανικού δόγματος περί της ηθικής ενότητας της ανθρωπότητας και της δημιουργίας των ανθρώπων ως ίσα μέλη της «ανθρώπινης κοινότητας».
«Είναι αδιαμφισβήτητο», γράφει o Olivier Mongin, «αυτός ο εξισωτισμός που εντοπίζεται στον "φυσικό νόμο" του ανήκειν σε μια ανθρώπινη κοινότητα δεν μπορεί να διαχωριστεί από το Ιουδαιοχριστιανικό πλαίσιο, ιδίως από τις αξίες των Ευαγγελιστών (ενν. τους Προτεστάντες)» («Human rights, a complex genealogy’, Projet, September-October 1988, p. 53). Με σταθερή «πρόοδο», έχουμε την εμφάνιση ενός πρώιμου υποκειμενικού δικαίου κατά τον Μεσαίωνα, με την ανάπτυξη του Νομιναλισμού. Βασικός εκπρόσωπος του ήταν ο William του Ockham, ο οποίος υποστήριζε ότι δεν υπάρχει ύπαρξη έξω από το ατομικό ον. Ο νομιναλισμός υποστηρίζει εξάλλου ότι ο φυσικός νόμος δεν είναι τόσο πολύ η αντανάκλαση της θείας ΤΑΞΗΣ όσο της θείας ΒΟΥΛΗΣΗΣ. Επιπλέον, αρνείται ότι υπάρχει καθολική έννοια, υποστηρίζοντας ότι όλα είναι αφηρημένες έννοιες χωρίς ανταπόκριση στην πραγματικότητα. Εν συνόψει, η σημασία της τάξης αντικαθίσταται από τη σημασία της βούλησης. Τέλος, επειδή δημιουργηθήκαμε από τον Θεό και κατ' εικόνα του, δεν χρειάζονται και μεγάλα λογικά άλματα για να ταυτίσουμε το θέλημα του Θεού με το θέλημα του κάθε ατόμου. Έτσι, το αποτέλεσμα είναι μια ηθική που βασίζεται σε καθολικά αφηρημένα δικαιώματα, τα οποία πηγάζουν από τη βούληση κάθε ατόμου, δυνάμει μιας κοινής ανθρώπινης ουσίας.
Εξ αυτών καταλήγουμε στην πλήρη διαφωτιστική αντίληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ακολουθώντας την παράδοση του Αυγουστίνου (ιδέ Soliloquies του Αυγουστίνου, στο οποίο εντοπίζουμε για πρώτη φορά το " Σκέφτομαι άρα υπάρχω" του Καρτέσιου), ο Καρτέσιος αναπτύσσει έναν οντολογικό δυϊσμό, διαχωρίζοντας το σώμα από την ψυχή και ταυτόχρονα εισάγει την έννοια του «μηχανιστικού σύμπαντος» (μία θεώρηση βασισμένη στα μαθηματικά). Αυτό έστρεψε την φιλοσοφική κατεύθυνση της Δύσης μακριά από την μονιστική Αριστοτελιανή (και την Πλατωνική) αντίληψη περί του σώματος και της ψυχής και γενικά κατά της ουσιοκρατίας της κλασσικής φιλοσοφίας, με τον Καρτέσιο να υποκειμενικοποεί τα λεγόμενα Res Cogitans (τη νοητική πτυχή της πραγματικότητας).
Από τον Καρτέσιο περνάμε στους γνωστούς φιλελεύθερους φιλοσόφους του 17ου αιώνα, τον Hobbes και τον John Locke, με τον τελευταίο να αποτελεί τον πατέρα της φιλελεύθερης φιλοσοφίας αλλά και την κύρια επιρροή όσον αφορά το περιεχόμενο της αμερικανικής Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας. Ο Locke ξεκίνησε την θεωρία του περί των δικαιωμάτων, με τον ισχυρισμό ότι οι άνθρωποι αποτελούν περιουσία του Θεού, και έτσι μας εναποθέτει αναφαίρετα δικαιώματα. Το ίδιο επί της ουσίας εντοπίζουμε και στην διακήρυξη ανεξαρτησίας των ΗΠΑ. Τα θρησκευτικά παράλληλα όμως δεν τελειώνουν εδώ. Τα ανθρώπινα δικαιώματα και η πίστη στον Θεό είναι παρόμοια, από την άποψη ότι και τα δύο είναι "αυταπόδεικτα", δεν χρειάζονται εμπειρικά στοιχεία για να αποδειχθεί η ορθότητα τους. Ο Hobbes από την άλλη πιστεύει ότι «Αλλά ό,τι είναι το αντικείμενο της όρεξης ή της επιθυμίας πολλών ανθρώπων, αυτό είναι που αποκαλεί Καλό».
Την αμερικανική επανάσταση ακολουθεί η γαλλική, με την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1789) η οποία διατυπώνει την άποψη ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι άχρονα, υπήρχαν ανέκαθεν και είναι σύμφυτα με την ύπαρξη του ανθρώπου. Τέλος έχουμε τον Ρουσσώ με το λεγόμενο "Κοινωνικό Συμβόλαιο" και την "φυσική κατάσταση του ανθρώπου" η οποία όριζε ότι ο άνθρωπος, εκ φύσεως, είναι ένα ατομικιστικό και μοναχικό ον, σε αντίθεση με το "ζώον κοινωνικόν" του Αριστοτέλη. Τα λεγόμενα "Φυσικά Δικαιώματα" αναπτύσσονται κατά την ίδια περίοδο (έχοντας επιρροές και από τον Γκρότιους), συστηματοποιώντας μεταξύ άλλων θεωριών την φιλελεύθερη ανθρωπολογία και φιλοσοφία
Γνωρίζοντας ότι οι ιδέες δεν μένουν απλώς στο διανοητικό επίπεδο, αλλά επηρεάζουν ενεργά το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι φιλελεύθερες ιδέες σε συνδυασμό με την προτεσταντική ηθική, ιδίως των Καλβινιστών (για περισσότερα στο βιβλίο του Max Weber "The Protestant Ethic and the Spirit of Capitalism"), οδήγησαν στην πρώιμη ανάπτυξη του Καπιταλισμού στην Βρετανία, αρχικά με την ιδιωτικοποίηση των κοινοτικών γαιών( 1606 - Parliament Inclosure Acts). Η νέα οικονομική κατάσταση που αναπτύχθηκε μετέτρεψε τους αγρότες σε μισθωτούς κολίγους, και εξαφάνισε το αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινότητα.
Από εκεί και στο εξής, η εξάπλωση του καπιταλισμού θα δημιουργούσε ανθρώπους που θα αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως Άτομα, τα οποία ανταγωνίζονταν μέσα σε αυτό το σύστημα, τα υπόλοιπα Άτομα, για έναν μισθό, ενώ από μέρους του ο καπιταλιστής θα ανταγωνιζόταν τους άλλους καπιταλιστές για την μεγιστοποίηση των κεφαλαίων του.
Εξ αυτών καταλήγουμε στην πλήρη διαφωτιστική αντίληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ακολουθώντας την παράδοση του Αυγουστίνου (ιδέ Soliloquies του Αυγουστίνου, στο οποίο εντοπίζουμε για πρώτη φορά το " Σκέφτομαι άρα υπάρχω" του Καρτέσιου), ο Καρτέσιος αναπτύσσει έναν οντολογικό δυϊσμό, διαχωρίζοντας το σώμα από την ψυχή και ταυτόχρονα εισάγει την έννοια του «μηχανιστικού σύμπαντος» (μία θεώρηση βασισμένη στα μαθηματικά). Αυτό έστρεψε την φιλοσοφική κατεύθυνση της Δύσης μακριά από την μονιστική Αριστοτελιανή (και την Πλατωνική) αντίληψη περί του σώματος και της ψυχής και γενικά κατά της ουσιοκρατίας της κλασσικής φιλοσοφίας, με τον Καρτέσιο να υποκειμενικοποεί τα λεγόμενα Res Cogitans (τη νοητική πτυχή της πραγματικότητας).
Από τον Καρτέσιο περνάμε στους γνωστούς φιλελεύθερους φιλοσόφους του 17ου αιώνα, τον Hobbes και τον John Locke, με τον τελευταίο να αποτελεί τον πατέρα της φιλελεύθερης φιλοσοφίας αλλά και την κύρια επιρροή όσον αφορά το περιεχόμενο της αμερικανικής Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας. Ο Locke ξεκίνησε την θεωρία του περί των δικαιωμάτων, με τον ισχυρισμό ότι οι άνθρωποι αποτελούν περιουσία του Θεού, και έτσι μας εναποθέτει αναφαίρετα δικαιώματα. Το ίδιο επί της ουσίας εντοπίζουμε και στην διακήρυξη ανεξαρτησίας των ΗΠΑ. Τα θρησκευτικά παράλληλα όμως δεν τελειώνουν εδώ. Τα ανθρώπινα δικαιώματα και η πίστη στον Θεό είναι παρόμοια, από την άποψη ότι και τα δύο είναι "αυταπόδεικτα", δεν χρειάζονται εμπειρικά στοιχεία για να αποδειχθεί η ορθότητα τους. Ο Hobbes από την άλλη πιστεύει ότι «Αλλά ό,τι είναι το αντικείμενο της όρεξης ή της επιθυμίας πολλών ανθρώπων, αυτό είναι που αποκαλεί Καλό».
Την αμερικανική επανάσταση ακολουθεί η γαλλική, με την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1789) η οποία διατυπώνει την άποψη ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι άχρονα, υπήρχαν ανέκαθεν και είναι σύμφυτα με την ύπαρξη του ανθρώπου. Τέλος έχουμε τον Ρουσσώ με το λεγόμενο "Κοινωνικό Συμβόλαιο" και την "φυσική κατάσταση του ανθρώπου" η οποία όριζε ότι ο άνθρωπος, εκ φύσεως, είναι ένα ατομικιστικό και μοναχικό ον, σε αντίθεση με το "ζώον κοινωνικόν" του Αριστοτέλη. Τα λεγόμενα "Φυσικά Δικαιώματα" αναπτύσσονται κατά την ίδια περίοδο (έχοντας επιρροές και από τον Γκρότιους), συστηματοποιώντας μεταξύ άλλων θεωριών την φιλελεύθερη ανθρωπολογία και φιλοσοφία
Γνωρίζοντας ότι οι ιδέες δεν μένουν απλώς στο διανοητικό επίπεδο, αλλά επηρεάζουν ενεργά το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι φιλελεύθερες ιδέες σε συνδυασμό με την προτεσταντική ηθική, ιδίως των Καλβινιστών (για περισσότερα στο βιβλίο του Max Weber "The Protestant Ethic and the Spirit of Capitalism"), οδήγησαν στην πρώιμη ανάπτυξη του Καπιταλισμού στην Βρετανία, αρχικά με την ιδιωτικοποίηση των κοινοτικών γαιών( 1606 - Parliament Inclosure Acts). Η νέα οικονομική κατάσταση που αναπτύχθηκε μετέτρεψε τους αγρότες σε μισθωτούς κολίγους, και εξαφάνισε το αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινότητα.
Από εκεί και στο εξής, η εξάπλωση του καπιταλισμού θα δημιουργούσε ανθρώπους που θα αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως Άτομα, τα οποία ανταγωνίζονταν μέσα σε αυτό το σύστημα, τα υπόλοιπα Άτομα, για έναν μισθό, ενώ από μέρους του ο καπιταλιστής θα ανταγωνιζόταν τους άλλους καπιταλιστές για την μεγιστοποίηση των κεφαλαίων του.
Ο Αλαίν ντε Μπενουά έγραψε ότι μία τριπλή επανάσταση έχει διαμορφώσει την Νεωτερικότητα: «Από την μία, η έννοια της βούλησης έχει αντικαταστήσει την έννοια της τάξης. Από την άλλη, το Άτομο έχει μεταφερθεί στο επίκεντρο και ο νόμος περιστρέφεται γύρω από αυτό. Τέλος, ο Νόμος ταυτίζεται με την "Δικαιοσύνη", με την τελευταία να κατέχει μια ηθική διάσταση.»
Στην σύγχρονη μορφή της, η ανθρωπολογία των υποκειμένων είναι μία πρόσφατη εφεύρεση. Είναι βασισμένη σε μία αφηρημένη σύλληψη της ιδέας του Ατόμου. Σχετικά με τι ζήτημα αυτό, περισσότερα στο «The Invention of Autonomy: A History of Modern Moral Philosophy, J.B. Schneewind». Οι ιδέες αυτές είχαν την λογική τους κατάληξη, όπως είχε προφητεύσει ο Alfredo Rocco, στην ανάπτυξη του Σχετικισμού, του Μεταμοντερνισμού, της Μαζικής Δημοκρατίας και της Νέας Αριστεράς στην Δύση. Αν αναρωτιέστε λοιπόν, για το αν τα ανθρώπινα δικαιώματα είχαν ποτέ κάποια βάση σαν έννοια ή έναν αντικειμενικό ορισμό, η απάντηση είναι όχι. Όπως έχουν σημειώσει εξάλλου και οι φιλόσοφοι John Hare και Nicholas Wollterstorff, δεν υπάρχει καμία εμπειρική βάση στην αιτιολόγηση της ύπαρξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πώς άλλωστε θα μπορούσε να υπάρξει, όταν η διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ αναφέρει πως οι άνθρωποι γεννιούνται όλοι ίσοι, έχοντας ίσα δικαιώματα, ίση αξιοπρέπεια και ούτω καθεξής. Αυτός είναι και ο λόγος που η αναζήτηση της ουσίας που τους προϋποθέτει ως ίσους πρέπει να ευρεθεί αλλού, και όχι στον φυσικό κόσμο. Συνεπώς όχι μόνον οι φιλελεύθεροι και αριστεροί "ορθολογιστές" και υλιστές αποδεικνύονται υποκριτές όταν κατηγορούν τον Φασισμό για "μυστικισμό και ανορθολογική σκέψη", αλλά αποτελούν οι ίδιοι ίσως οι μεγαλύτεροι ιδεολογικοί τσαρλατάνοι στην ιστορία. Εν κατακλείδι, τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι απλώς θρησκεία, αλλά θρησκεία κακής ποιότητος με σαθρή τελεολογία και αντίστοιχη διάθεση για συζήτηση με την Ιερά Εξέταση.