Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, ηγετικές προσωπικότητες του NSDAP υπεδείκνυαν την μελλοντική πολιτική σχετικά με τον αγρότη και την γεωργική παραγωγή, σε περίπτωση που ο Εθνικοσοσιαλισμός ανελάμβανε τα ηνία της εξουσίας στην χώρα. Το Άρθρο 17 του πλέον γνωστού Προγράμματος των 25 Σημείων, που προτάθηκε από τον Gottfried Feder το 1920, έθετε σε γενικές γραμμές τις απαιτήσεις των Εθνικοσοσιαλιστών μεταρρυθμιστών του γερμανικού αγροτικού κόσμου. Το Άρθρο αναφέρει: «Απαιτούμε αναδασμό της γης βασισμένο στις εθνικές ανάγκες, την παροχή ενός νόμου για την απαλλοτρίωση της γης χωρίς αποζημίωση για δημόσιες ανάγκες. Κατάργηση του τόκου για τα δάνεια γης και πρόληψη κάθε κερδοσκοπίας στην γη». [1] Το συγκεκριμένο σημείο του προγράμματος, έλαβε μεγάλη κριτική και έτσι ο Hitler τον Απρίλιο του 1928, είδε την ανάγκη να διευκρινίσει πως «η απαλλοτρίωση της γης χωρίς αποζημίωση» θα εφηρμόζετο μόνον στις γαίες που είχαν αποκτηθεί παρανόμως ή σε εκείνες, των οποίων οι ιδιοκτήτες, δεν διαχειρίζονταν την γη σύμφωνα με τα συμφέροντα του λαού. Επιπλέον, εξήγησε πως η απαλλοτρίωση της γης θα εφηρμόζετο πρώτα στις εβραϊκές εταιρείες που κερδοσκοπούσαν από τις γαίες. [2]
Στις 30 Ιανουαρίου του 1933, ο Hitler κατέκτησε την θέση της Καγκελαρίας, εντός μίας κυβέρνησης συνασπισμού, με τον συντηρητικό Alfred Hugenberg, σαν υπουργό οικονομικών και γεωργίας. Όπως ήταν λογικό, η συνεργασία του Hitler με τον Hugenberg, δεν έφερε κάτι καινούργιο στα πλαίσια της οικονομικής πολιτικής αλλά στην ουσία ήταν απλώς μία επέκταση των πολιτικών που είχαν ακολουθήσει οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Ειδικότερα, ο Hugenberg εφήρμοσε αύξηση στους δασμούς εισαγωγών επί των ζωοτροφών και του ζωικού κεφαλαίου, μείωση των τιμών στις ζωοτροφές πτηνών και επέκταση των χρεωστασίων όσον αφορά τις κατασχεμένες αγροτικές περιουσίες. [3] Στην πραγματικότητα, η Εθνικοσοσιαλιστική «μάχη για την αγροτική παραγωγή» ξεκίνησε μετά την άνοιξη του 1933.
Να σημειωθεί ότι οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι στην μεταπολεμική Γερμανία της εποχής, ήταν η τάξη η οποία είχε πληγεί περισσότερο από την οικονομική αστάθεια. Το αγροτικό εισόδημα του 1932-33 (1 Δισ. RM) ήταν το χαμηλότερο όλων των ετών από το 1913. [4] Οι συνολικές πωλήσεις αγροτικών προϊόντων έπεσαν από 10 Δισ. RM, σε 6.5 RM το 1932.[5] Τα λεγόμενα "Golden Twenties" της διαστροφικής Βαϊμάρης, που ξεκίνησαν γύρω στα 1924, δεν σήμαιναν στην πραγματικότητα ευδαιμονία για τον μέσο Γερμανό, αλλά δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια αυξημένη δραστηριότητα μερικών μεγάλων επιχειρήσεων, και η κερδοσκοπική απόσπαση χρήματος από βραχύβιες μετοχές στα πλαίσια του χρηματιστηρίου από μέλη της γερμανικής και ιουδαιογερμανικής ελίτ. Στην πράξη λοιπόν, μπορεί οι μισθοί την ίδια περίοδο να ανέβηκαν σε προ-πολεμικούς δείκτες, ωστόσο το υψηλό κόστος ζωής κρατούσε το εισόδημα του απλού Γερμανού αρκετά χαμηλό. Επιπλέον, άμεσοι και έμμεσοι φόροι σε συνδυασμό με την περιστασιακή εργασία, κρατούσε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, στο επίπεδο της λιμοκτονίας. [6]
Όταν το DNVP διαλύθηκε, στις αρχές του καλοκαιριού του 1933, η παραίτηση του Hugenberg από το Υπουργείο Οικονομικών και Γεωργίας ήταν φυσικό επακόλουθο. Το υπουργείο χωρίστηκε, έπειτα, σε δύο τμήματα: Το Υπουργείο Οικονομικών υπό του Dr. Kurt Schmidt , ο οποίος αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 1934 από τον Hjalmar Schacht, και στο Υπουργείο Γεωργίας υπό του Walther Darré. Στόχος του τελευταίου και των υποστηρικτών του εντός του υπουργείου, ήταν η πλήρης αξιοποίηση της αγροτικής παραγωγής και η σύνδεση του Γερμανού αγρότη με την γη του. [7]
Το πρώτο βήμα για την δημιουργία μίας νέας γερμανικής αγροτικής τάξης, έγινε στις 29 Σεπτεμβρίου του 1933 με την εφαρμογή του «νόμου περί της κληρονομήσεως των αγροτεμαχίων από γενιά σε γενιά» (Reicherbhofgesetz) [8], ο οποίος εκδόθηκε κατ'εντολήν του NSDAP. Ο εν λόγω νόμος που αφορούσε το 1936, σχεδόν 1.000.000 οικογένειες και το 54% των καλλιεργήσιμων γαιών της χώρας, κατέτασσε όλα τα αγροκτήματα με ανώτατο όριο τα 125 εκτάρια, ως κληρονομήσιμα. Στόχος του νόμου ήταν η, όσο το δυνατόν, ίση αναδιανομή μικρών και μεσαίων αγροκτημάτων σε ολόκληρη την Γερμανία, τα οποία δεν εδύναντο να υποθηκευτούν, να πωληθούν, να κατασχεθούν ή γενικώς ο κάτοχος να τα ξεφορτωθεί με οιονδήποτε τρόπο, πέραν της μεταφοράς της κατοχής του αγροκτήματος στον επόμενο αρσενικό κληρονόμο της οικογένειας. Κατά τον τρόπο αυτό, ο νόμος εξασφάλιζε επιπλέον, ότι το εκάστοτε αγρόκτημα θα άνηκε σε μόνον σε Αρίους γερμανικής καταγωγής.
Παρά την σημαντικότητα του νόμου για την εθνικοσοσιαλιστική πολιτική περί του «Αίματος και της Γης», η εφαρμογή του έλαβε νόημα, μόνον αφού η κυβέρνηση εξέδωσε νομοθεσία για την εξάλειψη της διαφοράς στα επίπεδα τιμών μεταξύ των αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων.
Εξ αρχής, το NSDAP θεωρούσε πως το πρώτο και θεμελιώδες καθήκον της εθνικοσοσιαλιστικής κυβέρνησης εντός των πλαισίων δημιουργίας μία οργανικής οικονομίας, ήταν να αυξήσει το εισόδημα των αγροτών χωρίς ταυτόχρονα να μειώσει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο, η κυβέρνηση θεώρησε αρχικά πως έπρεπε όλοι οι αγρότες να οργανωθούν κατά τα στρατιωτικά πρότυπα και να εφαρμοστεί αυστηρός έλεγχος.
Προκειμένου η κυβέρνηση να ελέγξει αποτελεσματικά τις τιμές των αγροτικών προϊόντων και τους κανονισμούς της αγοράς, ίδρυσε δια νόμου, στις 13 Σεπτεμβρίου του 1933, το Reichsnährstand (Κρατική Συντεχνία Τροφίμων), στο οποίο ενσωματώθηκαν υποχρεωτικά εντός αυτού, όλοι οι αγρότες και οι διανομείς αγροτικών προϊόντων. Τα κεντρικά γραφεία του οργανισμού, υπό των οποίων ετέθησαν οι τοπικοί αγροτικοί συνεταιρισμοί, ήταν υπό τον έλεγχο του Walther Darré που ήταν υπεύθυνος του εν λόγω οργανισμού αλλά και υπουργός Επισιτισμού και Γεωργίας. Ο έλεγχος του NSDAP επί αυτής της θεσμικής και διοικητικής εταιρείας, εξασφαλίστηκε με τον διορισμό μελών του κόμματος σε θέσεις κλειδιά των συνεταιρισμών, σε τοπικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο περιφέρειας. Πρώτος και άμεσος στόχος του οργανισμού, ήταν ο περιορισμός των εισαγωγών σε είδη τροφίμων και σε ζωοτροφές. Το γερμανικό «κορπορατιστικό πείραμα» ήταν για αρχή επιτυχές, καθώς η εξάρτηση της Γερμανίας από ξένες πηγές τροφίμων μειώθηκε κατά 39%, εντός των ετών 1932-1935. [9] Επιπλέον, οι γαίες για την καλλιέργεια σιταριού, αυξήθηκαν από τα 1.169.818 εκτάρια, το 1930 , στα 2.317.500, το 1933. [10]
Ο έλεγχος των τιμών και η ρύθμιση της γερμανικής αγοράς πραγματοποιήθηκαν μέσω νομοθεσίας (26 Σεπτεμβρίου 1933). [11] Σύμφωνα με την τελευταία, η κυβέρνηση αναλάμβανε την ανάθεση ποσοστώσεων (quotas) στους αγρότες αλλά και τον καθορισμό των τιμών των αγροτικών προϊόντων. Η παραπάνω ρύθμιση είχε θετικό αντίκτυπο καθώς εξαλείφθηκε η κερδοσκοπία και ο αγρότης λάμβανε μία αξιόλογη αμοιβή για την εργασία του.[12] Εν ολίγοις, ο αγρότης λάμβανε υποδείξεις για το πόσο θα καλλιεργήσει και για το πόσο θα αμειφθεί για την παραγωγή του, ο μυλωνάς για το πόσο σιτάρι θα αλέσει και για το πόσο θα πουλήσει το αλεύρι που επεξεργάστηκε, και ούτω καθεξής. Εκ των ανωτέρω φαίνεται πως δεν ετέθησαν μόνον οι αγρότες εκτός του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά όλες οι επιχειρήσεις που σχετίζονταν με την αγροτική παραγωγή και την επεξεργασία της.
Μία ακόμη σημαντική πτυχή της αγροτικής πολιτικής που ακολούθησαν οι Εθνικοσοσιαλιστές ήταν τα έργα αξιοποίησης γαιών σε βάλτους και έρημες περιοχές, που όμως ήταν δυνατόν να μετατραπούν σε καλλιεργήσιμες. Το κόστος αυτών των έργων από το 1933 έως το 1935, υπολογίζεται στα 256.270.382 RM. Σε μεγάλο βαθμό, τα έργα χρηματοδοτήθηκαν από την κυβέρνηση ωστόσο κρίνεται απαραίτητη η μνεία στην Reichsarbeitsdienst (RAD: Υπηρεσία Εργασίας του Ράιχ). Η οργάνωση έδωσε στην κυβέρνηση την δυνατότητα χρήσης ενός τεράστιου εργατικού δυναμικού, με μηδενικό κόστος, πέρα από την στέγαση και την σίτιση του, καθώς όλοι οι Γερμανοί νέοι 18 ετών επιστρατεύονταν στην οργάνωση και επιτελούσαν θητεία διαρκείας έξι μηνών. Το 70 με 80% του εργατικού δυναμικού της υπηρεσίας πραγματοποιούσε καθήκοντα στον αγροτικό τομέα. Τέλος, η κυβέρνηση επιδότησε όσους αγρότες έπαιρναν περισσότερους εργαζόμενους από ό,τι χρειάζονταν κατ' ελάχιστον.
Το αγροτικό σύστημα που διαμόρφωσε η Εθνικοσοσιαλιστική κυβέρνηση αδιαμφισβήτητα στόχευε στην αύξηση της παραγωγής και στην αυτάρκεια της χώρας επί του συγκεκριμένου τομέα. Η όλη προσπάθεια ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο τον Οκτώβριο του 1936 με την εκκίνηση του Τετραετούς Σχεδίου με επικεφαλής τον Hermann Göring. Άμεσα σχηματίστηκαν από τον τελευταίο, για λόγους διαχείρισης, έξι διαφορετικά τμήματα, καθένα από τα οποία θα ασχολείτο με προβλήματα παραγωγής, κατανομής, ξένων συναλλαγών και ελέγχου τιμών. Το σχέδιο επηρέασε εμφανώς την αγροτική παραγωγή με αποτέλεσμα το 1937 οι τιμές των λιπασμάτων να μειωθούν υποχρεωτικά στα 2/3 των προηγούμενων επιπέδων τους. Επιπλέον τα ιδρύματα χορήγησης γεωργικών πιστώσεων επεκτάθησαν με κυβερνητική ενίσχυση (αυτό πραγματοποιήθηκε από ένα μίγμα κρατικής επιχορήγησης και εσόδων που συγκεντρώθηκαν σε συντεχνιακό επίπεδο).[13]
Συμπερασματικά, δεν επετεύχθη ο στόχος της αγροτικής αυτάρκειας στην Γερμανία, παρόλα αυτά δεν θα μπορούσε κάποιος να καταλογίσει την συγκεκριμένη "αποτυχία" στην Εθνικοσοσιαλιστική κυβέρνηση, καθώς είναι γενικώς παραδεκτό πως λόγω των ιδιοτήτων του ίδιου του γερμανικού εδάφους, δεν ήταν δυνατή μία αγροτική παραγωγική επέκταση που να κάλυπτε πλήρως τις ανάγκες του γερμανικού έθνους. Ωστόσο πρέπει να αναφερθεί ότι η Γερμανία μέχρι το 1937 είχε "κλείσει" το έλλειμα των αγροτικών και επισιτιστικών αναγκών της κατά 17% - πράγμα το οποίο δεν θα πρέπει να θεωρείται απλή υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψιν την κατάσταση στην οποία βρήκαν οι Εθνικοσοσιαλιστές την αγροτική τάξη και τους περιορισμούς του γερμανικού εδάφους.
Πηγές
[1] Gottfried Feder, Das Programm der NSDAP und seine Weltanschaulichen Grundgedanken, Σημείο 17
[2] Ιδέ ανωτέρω (υποσημείωση στο Άρθρο 17)
Στις 13 Απριλίου 1928, ο Αδόλφος Χίτλερ έκανε την ακόλουθη δήλωση σχετικά με αυτό το πρόγραμμα:
«Είναι απαραίτητο να δοθεί η ακόλουθη διευκρίνηση, στην εσφαλμένη ερμηνεία εκ μέρους των αντιπάλων μας, του σημείου 17 του προγράμματος του NSDAP:
Δεδομένου ότι το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα δέχεται την αρχή της ιδιωτικής περιουσίας, είναι αυτονόητο ότι η έκφραση «απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση» αναφέρεται μόνο στη δημιουργία νομικών δυνατοτήτων για την απαλλοτρίωση γης, αν είναι απαραίτητο, που έχει αποκτηθεί παράνομα ή δεν τίθεται όσον αφορά την διαχείριση υπό το πρίσμα της εθνικής ευημερίας. Κατά συνέπεια, αυτό στρέφεται πρωτίστως κατά των εβραϊκών εταιρειών που κερδοσκοπούν από τη γη.»
Μόναχο. 13 Απριλίου 1928
[3] Manchester Guardian Weekly, 17 February 1933
[4] "The Spirit and Structure of German Fascism", Robert A. Brady, σελ. 215
[5] C. W. Guillebaud, The Economic Recovery of Germany from 1933 to the Incorporation of Austria in 1938, p. 28, 155 (London, 1999).
[6] "The Spirit and Structure of German Fascism", Robert A. Brady, σελ. 26
[7] Marie Philippi Jasny, "Some Asperts of German Agricultural Settlement," Political Science Quarterly, 82:215-220 (June 1987).
[9] John C. de Wilde, "The German Economic Dilemma,"Foreign Policy Reports", Mar. 15, 1937, p. 12.
[10] Vaso Trivanovitch, Economic Development of Germany under National Socialism, (National Industrial Conference Board, Studies 256), 117 (New York, 1937).
[11] Zeitliche Übersicht des Reichsgesetzblattes, Teil 1, Jahrgang 1933 S. XXXIX, 26 September 1933
[12] Rawlins Report, Manchester Guardian Weekly, 28 October 1934
[13] Pre-War Nazi Agrarian Policy, James Miller, p. 180
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου